Ο Βέρνερ Σβαμπ, Αυστριακός συγγραφέας που πέθανε στα 36 του χρόνια στο Γκραντς, κατέχει τη θέση του στο γερμανόφωνο θέατρο με 16 έργα.
Γράφει η Χαρά Κιούση
«Η γραφή του που εξερευνά το αποκρουστικό, ποτισμένη από την αυστριακή παράδοση της μαύρης κωμωδίας», κατέλαβε εξαπίνης το κοινό, ασυνήθιστο και απροετοίμαστο σε μια τέτοια αισθητική «απόφραξη».
Βέβαια το έργο σε μια βαθύτερη ερμηνεία συνεπαίρνει με τη σύλληψη των ιδεών του και τον ευφυή τρόπο σύνδεσης και χρησιμοποίησης ορισμένων χαρακτηριστικών λέξεων-συμβόλων.
Η απόδοσή τους τουλάχιστον στην Ελληνική -παίζουν με τις προθέσεις προ και από ως πρόθεμα επιτείνοντας τις έννοιες- στρέφεται ενάντια στη βρωμιά, βιαιότητα και τη βαρβαρότητα τής καθημερινότητας.
Με προκλητική «αισθητική αναρχία» ο συγγραφέας προβάλει τις σκοτεινές πλευρές της ύπαρξης καταφεύγοντας σε όποια αηδιαστική, μη υποφερτή, μη ανεκτή λειτουργία του σώματος, χαρακτηρισμένο εξ’ άλλου ως ρυπαρό από θρησκείες, τόπος βασανισμού ψυχής και επιθυμιών. Η σύγκρουση ανάμεσα στο υποτιμημένο προβαλλόμενο σώμα και στην απουσία ιδεών στοχεύει στο να το επιβάλει με ό,τι το μειώνει, ώστε να γίνει αποδεκτό. Συνήθως ο άνθρωπος καταφεύγει σε ό,τι είναι αηδιαστικό και επίπονο για να το εξευμενίσει, σε ό,τι τον φοβίζει και τον έλκει, σε ό,τι αντιμάχεται τη φύση του για να συμβιβαστεί μαζί του.
Στο έργο, ανήμερα Χριστούγεννα γύρω στα 1990, τρεις γυναίκες μαζεύονται στο σπίτι της Έρνας για να γιορτάσουν και να απολαύσουν το πρόγραμμα στην καινούργια έγχρωμη τηλεόραση, αγορασμένη μετά βασάνων. Η οικοδέσποινα καθώς και η Γκρέτε είναι συνταξιούχες καθαρίστριες, ενώ η νέα και αθώα Μάριεντλ έχει ειδικότητα στο ξεβούλωμα των αποπάτων. Ζούνε μια ζωή στερημένη χαρά, τόσο σε προσωπικό όσο και οικογενειακό περιβάλλον, εγκλωβισμένες σ’ ένα θρησκευτικό φανατισμό που μετατρέπεται σε βία, μίσος και σε πολεμική με μοιραία αποτελέσματα.
Ζώντας σε μια κολασμένη πραγματικότητα, όπου η αγάπη και η ανθρωπιά έχουν αλλοτριωθεί, επιδιώκουν να φαντασιώνονται απροκάλυπτα ό,τι λείπει, ό,τι απουσιάζει από τη ζωή τους προκαλώντας το ανόσιο, την αηδία, τη σαπίλα και τη γελοιότητα της καθημερινότητας. Έτσι χάνοντας τον έλεγχο των φαντασιώσεών τους οδηγούνται στην ταπεινότητα, τον εξευτελισμό, στην παραμόρφωση και αποστροφή, σε μια ειδεχθή συμπεριφορά που ερεθίζει το κοινό αίσθημα.
Η Ζωή Χατζηαντωνίου αναμετριέται δραματουργικά και σκηνοθετικά με «το καθόλου εύκολα προσβάσιμο» ύφος του Βέρνερ Σβαμπ, θέτοντας στους θεατές το ερώτημα: μπορούμε ευκολότερα να εκφράσουμε όσα ζούμε ή να τα αισθανθούμε περισσότερο όταν τα παρακολουθούμε; Η αγριότητα στη σκηνή στοχεύει στην αόρατη βαναυσότητα των σύγχρονων κοινωνιών της παγκοσμιοποίησης; Εδώ η φρίκη, το αποτρόπαιο, το μη φυσικό αλλά και το οργανικό, ό,τι απίθανο και διαταραγμένο καταφεύγει σ’ ένα δείγμα ελευθερίας και αυτοδιάθεσης που σοκάρει.
«Ο θρησκευόμενος δεν αντέχει τον ίδιο τον άνθρωπο μέσα του… το γενετικό διώχνει το ανθρώπινο από τον άνθρωπο που τσιμπολογάει ξένα σκατά… σεξ και κουράδες στην ομιλία τους… η απόλαυση λειτουργεί στη λεκάνη… ο θεός έπλασε και τον ανθρώπινο βόθρο…» είναι κάποιες από τις ασχημίες που ελπίζουν στην ειρήνη και στη συγχώρεση.
Οι εξαιρετικές ερμηνείες και των τριών ηθοποιών έδωσαν τροφή για σκέψη προξενώντας κάθε ζωώδες συναίσθημα. Σαν προεδρίνες με φουσκωμένο το εγώ, γεμάτες φιλοδοξίες, ψυχαναγκαστικές «άγονες απαισιοδοξίες» με φόβο, θυμό και μίσος που αντισταθμίζει προσωρινά τον πανικό και την απειλή της σωματικής τους ακεραιότητας. Σαν προεδρίνες με τον υποβολέα παρά πόδα, ελπίζοντας στην αναγνώριση, σε μια έκφραση ευγνωμοσύνης. Με πρόσωπα αλλοιωμένα από την έντονη δυσαρέσκεια, τη λύπη, την οδύνη και τον πόνο, τη βία, την επιθετικότητα και τη δυσοσμία από μια σήψη εσωτερική θα καταλύσουν κάθε αντίσταση στο παρακμιακό και θα σκοτώσουν κάθε ελπίδα αγάπης για τον πλησίον.
Η παράσταση που σε πολλά σημεία ξεσήκωσε και ενόχλησε τη γαλήνη των θεατών ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Με την σπουδαία Ρούλα Πατεράκη να διαχειρίζεται αφοπλιστικά τη δύσκολη αφόδευσή της, την Μαρία Κατσιαδάκη να ξοφλά το ταλαιπωρημένο υπογάστριό της από «ληγμένους άντρες» και την αθώα Εύα Σαουλίδου να ανεβαίνει στο φως αιωρούμενη ανάμεσα σε ζητωκραυγές και απωθημένες παστορικές αποφράξεις.
Στη ζωή όλα είναι ροκ, σκληρό ροκ μάλιστα όπως αποδείχθηκε στο τέλος με την καταλυτική μουσική της μπάντας Ruined Families. Μια παράσταση που θα μείνει στη μνήμη.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία – Δραματουργία: Ζωή Χατζηαντωνίου
Σκηνικό: Ελίνα Λούκου
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Ruined Families
Φωτισμοί: Σακης Μπιρμπίλης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Δημήτρης Ντάσκας
Βοηθός Σκηνογράφου: Νίκος Λάμπρου
Παίζουν: Ρούλα Πατεράκη, Μαρία Κατσιαδάκη, Εύη Σαουλίδου και η μπάντα Ruined Families
Φωτογραφίες: © Κική Παπαδοπούλου