Υπάρχουν ρόλοι που ενσαρκώνονται τόσο ιδανικά που το φιλοθεάμον κοινό ξεχνά ότι πρόκειται για ταινία, ταυτίζοντας τον ηθοποιό με την ερμηνεία του σε τέτοιον βαθμό που είναι πια αδιαχώριστοι.
Κι έτσι δημιουργούνται άβολες συνήθως καταστάσεις για τον ηθοποιό, λες και φταίει αυτός δηλαδή για όσα κατέβασε το κεφάλι του σεναριογράφου!
Λίγο η τυποποίηση, λίγο η μανιέρα και το κακό δεν αργεί να ’ρθει, όπως θα παρακολουθήσουμε εξάλλου ευθύς αμέσως.
Στις χειρότερες των περιπτώσεων μάλιστα οι ηθοποιοί θα μισηθούν παγκοσμίως και θα μπουν έτσι στη μαύρη λίστα της κινηματογραφίας, πόσο μάλλον αν το Χόλιγουντ μετρήσει εμπορικά πλήγματα.
Τότε η καριέρα θα πάει στον βρόντο και άντε μετά να μαζέψεις τα αμάζευτα…
Ο Χάρβεϊ Καϊτέλ στη «Διαφθορά» (1991)
Οι κριτικοί το λάτρεψαν και το κοινό το καταδίκασε μαζικά. Ο λόγος για το «Bad Lieutenant» που διέτρεξε όλο το δίπολο αγάπης-μίσους και για τον μοναδικό Χάρβεϊ Καϊτέλ που πήρε όλη τη σκοτεινή ταινία πάνω του. Ποιο το κακό τότε; Μα ότι το πουριτανικό αμερικανικό κοινό αηδίασε κυριολεκτικά από τα καμώματα του ξεγραμμένου και ετοιμοθάνατου πρωταγωνιστή και κατηγόρησε χωρίς περιστροφές τον Καϊτέλ για όλη την παρακμή της κινηματογραφικής δράσης του (ή απραξίας, καλύτερα).
Και μάλλον είναι δύσκολο να μην νιώσεις αποτροπιασμό όταν τον βλέπεις να αναγκάζει δυο ανήλικα κορίτσια σε προσομοίωση στοματικού έρωτα την ώρα που αυτός αυνανίζεται, κι αυτό για να τα τιμωρήσει επειδή πήραν το οικογενειακό αυτοκίνητο χωρίς άδεια. Η όχι ακριβώς «οικογενειακή ταινία» έφερε μεγάλες περιπέτειες τόσο στην κινηματογραφική πορεία όσο και την προσωπική ζωή του Καϊτέλ, καθώς αυτή του την ερμηνεία πολλοί αμερικανοί νοικοκυραίοι δεν τη συγχώρεσαν και το Χόλιγουντ θα φρόντιζε να του το υπενθυμίζει αυτό…
Ο Μπεν Άφλεκ στο «Gigli» (2003)
Λίγοι χολιγουντιανοί ηθοποιοί, αν εξαιρέσουμε ενδεχομένως τον Μίκι Ρουρκ και τον Κρίστιαν Σλέιτερ, έχουν διαγράψει τέτοια ανεπανάληπτη βουτιά από το σταριλίκι στα αζήτητα όσο ο Μπεν Άφλεκ. Και το όχημά του για την καταβύθιση στην αφάνεια δεν ήταν φυσικά άλλο από τη ρομαντική αυτή κομεντί του 2003. Ο μικροκακοποιός Τζίλι αναλαμβάνει να απαγάγει τον διανοητικά καθυστερημένο αδελφό ενός δικαστή και μην μπορώντας να κουμαντάρει την κατάσταση, δέχεται αναγκαστικά τη βοήθεια μιας συναδέλφου, την οποία ερωτεύεται αν και εκείνη είναι λεσβία.
Η εκρηκτική Λόπεζ δηλώνει ομοφυλόφιλη λοιπόν στην ταινία, αν και είναι σαφές από το πρώτο λεπτό ότι θα συνδεθεί ρομαντικά με τον Μπεν Άφλεκ, κάτι που προκάλεσε τη μήνη της παγκόσμιας ΛΟΑΤ κοινότητας, αφήνοντας το Χόλιγουντ να ξύνει το κεφάλι του καθώς αυτό δεν το περίμενε με τίποτα. Τέτοια ήταν η κατακραυγή όταν κυκλοφόρησε η υπόθεση της πολυδιαφημισμένης ταινίας που το στούντιο αναγκάστηκε να αλλάξει το τέλος, αν και για τον Άφλεκ δεν θα υπήρχε σωστική λέμβος. Έχοντας κάνει ακριβώς το ίδιο στο «Chasing Amy» (1997), του κόλλησαν το παρατσούκλι «Μπένι, ο εκμαυλιστής των λεσβιών» και τον έστειλαν στον κάλαθο με τα αζήτητα. Σε τέτοιον μάλιστα βαθμό που θα έπρεπε να περάσουν άλλα 9 χρόνια για να αρχίσει να αχνοχαράζει και πάλι η καριέρα του…
Ο Κρις Κριστόφερσον στην «Πύλη της Δύσης» (1980)
Ήταν το 1980 όταν ο Μάικλ Τσιμίνο, ο σκηνοθεταράς του «Ελαφοκυνηγού» (1978), γύρισε το «Heaven’s Gate» και φαλίρισε μόνος το στούντιο της United Artists! Ως μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποτυχίες όλων των εποχών, η ταινία μέτρησε εισπράξεις λιγότερες από 3 εκατ. δολάρια, κοστίζοντας λίγο παραπάνω από 44 εκατ. δολάρια, και οδηγώντας έτσι στην καταστροφή τόσο την United Artists όσο και τη φήμη του δημιουργού της.
Έκανε όμως και κάτι ακόμα: έβαλε στον πάγο την καριέρα του Κρις Κριστόφερσον. Ο πρωταγωνιστής ανέλαβε βέβαια το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογούσε, όχι σαν τον Τσιμίνο (που δήλωσε αυθάδικα: «Χρειάστηκα πολύ χρόνο πριν μπορέσω να πω “Είμαι περήφανος για αυτή την ταινία”. Και ναι, είμαι περήφανος. Δεν θα μπορούσα να την κάνω καλύτερη. Καμία απολογία, καμία μετάνοια»), αν και μετά την παταγώδη αποτυχία δεν θα έπαιζε πια σε σοβαρή ταινία (μεγάλου προϋπολογισμού δηλαδή) παρά στα τέλη της δεκαετίας του 1990! Μόνο στα τελευταία 15 χρόνια θα αναβίωνε μερικώς η καριέρα του, καθώς το πλούσιο παρασκήνιο του επικού γουέστερν τον κυνηγούσε κατά πόδας…
Ο Τεντ Λεβίν στη «Σιωπή των Αμνών» (1991)
Όλοι έλεγαν ότι ο Τεντ Λεβίν έπρεπε να πάρει Όσκαρ Β’ Ανδρικού για τον ρόλο του Μπάφαλο Μπιλ που ενσάρκωσε στο
μοναδικό θρίλερ. Αντ’ αυτού λάμβανε βέβαια τόνους μοχθηρών μηνυμάτων και επιστολών μίσους, την ίδια ώρα που κατά τη μακρά περίοδο που μελετούσε τις ζωές και τη δράση των serial killers απέκτησε μια σειρά από ασυνήθιστα χόμπι, όπως τον εθισμό του στο σκληρό πορνό. Ο Λεβίν πέρασε πολλά μετά την αξιομνημόνευτη ερμηνεία του, αν και τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον βαρύτατο ψυχολογικό φόρτο που του άφησε ο ρόλος αλλά και το γεγονός φυσικά ότι παρά την επιτυχία του, όλες οι πόρτες έκλεισαν μαγικά γι’ αυτόν.
Ο Λεβίν αναγκάστηκε να επιστρέψει στην τηλεόραση μέχρι να αναδυθεί και πάλι το 1995 στο «Heat»…
Ο Κέβιν Ντίλον στο «Πλατούν» (1986)
Ήταν το 1986 όταν οι σάλπιγγες των κριτικών παιάνισαν χαρμόσυνα για το αριστούργημα του Όλιβερ Στόουν «Platoon». Και βέβαια ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ρόλους ήταν αυτός του Κέβιν Ντίλον ως «Μπάνι», του εντελώς ψυχοπαθούς φαντάρου της διμοιρίας δηλαδή. Στον σκηνοθετικό σχολιασμό που κυκλοφόρησε στα extra του DVD, ο ίδιος ο Στόουν παραδέχεται ότι πήρε τον Ντίλον για τον ρόλο επειδή έβγαζε «μια ψυχρότητα» που κατατρόμαξε τον Στόουν, θυμίζοντάς του συγκεκριμένους τύπους ανθρώπων που συνάντησε κατά τη δική του γυροβολιά στο Βιετνάμ.
Ο Ντίλον ήταν φυσικά εντελώς πιστευτός στον ρόλο του, σε τέτοιον μάλιστα βαθμό που παρά και την οσκαρική κούρσα της ταινίας, καμιά πόρτα δεν άνοιξε μετά γι’ αυτόν. Αντίθετα από τους συμπρωταγωνιστές του Γουίλεμ Νταφόε και Τζόνι Ντεπ, που συνεχίζουν να θεωρούν το «Platoon» ως την ταινία που τους έβαλε στον υπ
οκριτικό χάρτη, ο Ντίλον περιέπεσε στην κινηματογραφική αφάνεια. Μόνο αρκετά πρόσφατα θα ξανάβρισ
κε μέρος μόνο της χαμένης του φήμης μέσω της συμμετοχής του στη σειρά του HBO «Entourage»…
Εκτός συναγωνισμού: Ο Μάικλ Μάσι στο «Κοράκι» (1994)
Το «The Crow» είναι πια μυθικό, αν και όχι για τους σωστούς λόγους, κι αυτό γιατί κατέληξε στον τραγικό θάνατο του πρωταγωνιστή Μπράντον Λι. Αυτό που δεν είναι βέβαια ευρύτερα γνωστό είναι ότι ο νεαρός ηθοποιός Μάικλ Μάσι ήταν αυτός που τράβηξε τη μοιραία σκανδάλη που σκότωσε τον Λι. Ενσαρκώνοντας τον ρόλο του «Funboy» σε μια σκηνή, ο Μάσι έπρεπε να πυροβολήσει επανειλημμένως τον Μπράντον δολοφονώντας τον. Δυστυχώς, το πιστόλι είχε κάποιου είδους βλήμα στην κάννη του, το οποίο εκτοξεύτηκε με τη βοήθεια των άσφαιρων πυρών του όπλου, και σκότωσε τον Λι στην πραγματικότητα.
Ο Μάσι ήταν μάλιστα ο πρώτος στο γύρισμα που κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον πρωταγωνιστή, όταν και τον έπιασε πανικός. Το όλο περιστατικό και ο θάνατος φυσικά του νεαρού ηθοποιού επηρέασαν τόσο τον Μάσι που επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και, σύμφωνα με την κατοπινή εξομολόγησή του, «δεν έκανα τίποτα, καμιά δουλειά, τίποτα», για περισσότερο από έναν χρόνο. Η μαύρη μνήμη του ζοφερού γεγονότος δεν έχει σταματήσει να τον στοιχειώνει…