Με τη βραβευμένη παράσταση του Κριστόφ Γκαρμπατσέφσκι, η ριζοσπαστική σκηνή της Κεντρικής Ευρώπης ολοκλήρωσε στη Στέγη, το τρίτο φεστιβάλ Transitions. Καλλιτέχνες που βίωσαν τη μετάβαση από το κομουνιστικό καθεστώς στον «άγριο καπιταλισμό» διαχειρίστηκαν με πολιτικό λόγο και πειραματικές φόρμες, την ιστορική αλήθεια που διαμορφώνει την «κοινή πραγματικότητα».

Γράφει η Χαρά Κιούση

Ο συγγραφέας γόνος αριστοκρατικής καταγωγής που του εξασφάλισε άνετη ζωή την περίοδο του Μεσοπολέμου, γνώριζε από τα γεννοφάσκια του, τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντός του. Με πνεύμα ιδιοφυές σε «ιερή γραφή», κριτικάρει την ανώτερη τάξη που αναλώνεται σε ανούσιους κανόνες του sovoir vivre. Η «Υβόννη» που χαρακτηρίστηκε έργο υβριστικό, ασταθές κι εκρηκτικό συμπεριλαμβανόταν έως το 1984, στα απαγορευμένα έργα στην Πολωνία.

Ο Γκαρμπατσέφσκι -εκπρόσωπος της νέας γενιάς Πολωνών σκηνοθετών και συνεχιστής του δασκάλου του Λούπα- δουλεύει  πάνω στην πιο προωθημένη διαφορετική εκδοχή του συγγραφικού πονήματος. Η εντυπωσιακή γραφή στις νόρμες του κυβερνοπάνκ, με αναφορές σε ένα δεσποτικό κοινωνικό σκηνικό, ερέθισε το σκηνοθετικό δαιμόνιο του Γκαρμπατσέφσκι και το πρότεινε σαν φάρσα-κωμωδία. Η παράσταση προσεγγίζει πολιτικά σαν είδος φιλοσοφικής ψυχανάλυσης, το «πως ανοίγεσαι στον άλλο, στον ξένο. Όμως, το ποιος είναι ο ξένος το αποφασίζεις ο ίδιος».

Καθώς ο συγγραφέας επιμένει στην ασχήμια του προσώπου της Υβόννης, ο σκηνοθέτης το διαχειρίζεται με ιδιαιτερότητα προσδίδοντάς της διπλό χαρακτήρα, μια ομοφυλοφιλική διάσταση που σκανδαλίζει φευγαλέα και αναφορικά μόνον, δίχως να επικεντρώνεται σ’ αυτό.

Η παράσταση που βραβεύτηκε στις κατηγορίες καλύτερων σκηνικών και καλύτερων οπτικών εφέ, δημιουργείται με χιούμορ, σουρεαλισμό κι ευαισθησία. Τα επεισόδια δράσης αντιπαραθέτουν αντικειμενικές και υποκειμενικές θέσεις, δοσμένες με πολύ θεατρικότητα από την ομάδα των καλλιτεχνών.

Η παράσταση κινούμενη μετά θεάτρου και κινηματογράφου σου δίνει την εντύπωση πως «πρόκειται για μια ταινία που γυρίζεται και παίζεται μπρος στα μάτια σου».

Κοντινά πλάνα σε απομακρύνουν και σε αποστασιοποιούν από το σιωπηλό κόσμο της πριγκίπισσας της Βουργουνδίας που «ούτε ο πόλεμος, ούτε η χολέρα, ούτε ο κατακλυσμός, δεν μπορεί να συγκριθεί με μια ανεπαίσθητη, κρυφή ραγισματιά μ’ ένα μικρό, κρυφό κουσούρι». Η Υβόννη είναι μια γυναίκα που επιτρέπει στη φαντασία να κινηθεί από το παράλογο, στον ενοχλητικό και απωθητικό κοινωνικό περίγυρο. Εμφανίζεται από το πουθενά, τελείως ανεπάντεχα για να «χαλάει παντού την ισορροπία».

Άτονη, πεσιμίστρια, ανέκφραστη σε μια χαζοκατάσταση «μέσα όλο ζωή, έξω ψοφίμι» κι άσχημη πολύ, όπου σ’ αυτή την ασχήμια καθένας, εισπράττει την ψυχική του δολερότητα και τις προσωπικές του ανεπάρκειες. Αυτήν την γυναίκα αποφασίζει ο πρίγκιπας της Βουργουνδίας να παντρευτεί, γιατί «δεν γίνεται να την περιφρονεί, γιατί αισθάνεται δεμένος με την απαίσια όψη της, που του θίγει τον αυτοσεβασμό». Ένας γάμος βέβαια που προσβάλλει την ανυπόστατη αξιοπρέπεια  του παλατιού που αποφασίζει να την ανακηρύξει πριγκίπισσα, βγάζοντάς την πανηγυρικά και με λάμψη μεγαλοπρέπειας από την μέση.

Ο σκηνοθέτης έντονα επηρεασμένος από τον Χίτσκοκ, μας δίνει ένα ψυχολογικό θρίλερ που ανακαλύπτει με εξωφρενικές καταστάσεις την βλακεία, την ανωτερότητα των ευγενών, το καπρίτσιο που αυτονομάζεται εκκεντρικότητα και τις βαθιές πληγές της κοινωνίας.

Η παράσταση ήταν μια δυνατή καλλιτεχνική εμπειρία.