Ο ποιητής Σοφοκλής που γνώριζε όσο κανείς άλλος «το τραγικό νόημα της ζωής», ευδαίμων ωστόσο που δεν έζησε την συμφορά της ιερής του Αθήνας, έγραψε τον «Αίαντα» την αρχαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες.

Αποτελεί σπουδή της ανθρώπινης ψυχής και της φύσης του συναισθήματος, του τραύματος της ντροπής και της λανθασμένης αντιμετώπισής του με την αυτοχειρία.

Γράφει η Χαρά Κιούση

Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Αίας είναι ο γενναιότερος ήρωας της Ιλιάδας μετά τον Αχιλλέα. Όταν εκείνος σκοτώνεται κι ενώ τα όπλα του ιεραρχικά ανήκουν στον Αίαντα, κατά «την κρίσιν» παραχωρούνται από τους Ατρείδες στον Οδυσσέα. Εκείνος με θιγμένη την τιμή του και το φιλότιμό του, αυθαδιάζει στη θεά Αθηνά που τον τιμωρεί ταράζοντας τα λογικά του. Κυριευμένος από μανία κατασφάζει τα κοπάδια -πολεμική λεία- νομίζοντας πως εξολοθρεύει τους εχθρούς του. Όταν συνέρχεται, συναισθανόμενος τη διπλή ντροπή του για την αδικία της κρίσεως του «ύψιστου ηρωικού επάθλου» και τη γελοιοποίησή του για τη σφαγή, αποφασίζει να αυτοκτονήσει.

«Για να μείνει σταθερός σε ό,τι εκπροσωπεί, καθ’ όσον τίποτα δεν είναι απροσδόκητο. Λυγίζει και ο φοβερός όρκος και ο αλύγιστος νους». Η δεύτερη από τις τέσσερις ρήσεις του Αίαντα αποτελεί ένα τραγικό επεισόδιο, όπου μονολογώντας παρουσιάζεται με διαδοχικές αμφισημίες να συμβιβάζεται και να εναρμονίζεται με κάθε αλλαγή, ως αποτέλεσμα της φυσικής νομοτέλειας που διέπει τα πάντα. Συνειδητοποιώντας με θλίψη πως το παλιό σύστημα ηθικών αξιών που επιβράβευε την ηρωική αρετή, ανατρέπεται και μεταπλάθεται για να εξυπηρετήσει καιροσκοπικές επιδιώξεις των αρχηγών και το νέο κόσμο που σχηματίζεται με την αναδυόμενη έννοια της πόλης. Κι αυτή η θιγμένη, προσβεβλημένη του διάθεση τον οδηγεί στην αυτοκαταστροφική του αλαζονική του απόφαση, επιδιώκοντας μιαν «ιδιότυπη ηρωική αυτάρκεια». Την ύστατη ώρα συμφιλιώνεται με τους εχθρούς του και φροντίζει τον ανήλικο γιο του Ευρυσσάκη και τη γυναίκα του Τέκμησσα, που τον θρηνεί με το χορό των σαλαμινίων ναυτών και τον αδελφό του Τεύκρο.

Η τραγωδία βέβαια δεν τελειώνει εδώ, αλλά συνεχίζεται καθώς ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνων απαγορεύουν την ταφή του νεκρού επικαλούμενοι την ανευλάβεια του, παραβιάζοντας έτσι βασικές αρχές και αξίες. Τελικά παρεμβαίνει ο Οδυσσέας που πασχίζει για την υστεροφημία του και με λόγια συνετά κι ευέλικτα καταφέρνει να ταφεί με τιμές ήρωα.

Ο Σοφοκλής επιλέγει έντεχνα να διασπάσει την τραγωδία του σε δύο μέρη-ενότητες, στοχεύοντας να αναδείξει την ηθική και την πολιτική διάσταση του έργου, απομακρύνοντας τον θεατή από το τραγικό πάθος του Αίαντα. Εξέχοντες και βασικοί ήρωες είναι ο Αίας και ο Οδυσσέας που αλλάζουν και μεταβάλλονται στο τέλος προς το καλλίτερο. Κι’ ενώ στο Α΄ μέρος εμφανίζεται ο Αίας, ενώ στο Β΄ ο Τεύκρος, η μορφή του πρώτου επιβάλλεται και κυριαρχεί στην σκηνή στην οποία και εισέρχεται στο τέλος της τραγωδίας ο νεκρός ήρωας ανατρέποντας το κατεστημένο. Δηλώνοντας έτσι την αμοιβαία σχέση και δεσμό πόλης και ήρωα.

Η σκηνοθετική εκδοχή του Αίαντα από τον Β. Θεοδωρόπουλο ευτύχησε μια θεαματική είσοδο των ηρώων και του χορού στη σκηνή «εν χορδαίς και οργάνοις», που παραπέμπει σε νεκρική πομπή.

Ο Νίκος Κουρής ως Αίας μεταβαίνει μ’ ευκολία απ’ όλα τα ηθικά, ψυχολογικά και φιλοσοφικά περάσματα. Διαθέτει σεμνότητα, συναίσθηση συζυγικού και πατρικού καθήκοντος. Όλα αυτά βέβαια με αυτοσυγκράτηση που απομακρύνει κάθε συγκίνηση και περιορίζει το δραματικό κίνητρο. Πρώτιστα όμως πασχίζει να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια και την τιμή του στη μνήμη του στρατεύματος.

Η Ε. Ουζουνίδου στο ρόλο της Αθηνάς διαθέτει το υπεροπτικό μεγαλείο και την εμπάθεια της θεάς. Στον ρόλο της Τέκμησσα, η Μ. Πρωτόπαππα στέκεται με σοβαρότητα κι αξιοπρέπεια όπως αρμόζει σε μια ερωτευμένη ευγενικής καταγωγής. Αδύναμος στον ρόλο του Οδυσσέα ο Γ. Τσορτέκης, σε αντίθεση με τον Γ. Περλέγκα που απέδωσε δυναμικά τον Τέύκρο.

Ο χορός των σαλαμινίων ναυτών που εκπροσωπεί την πόλη δεν μας ταρακούνησε όπως ελπίζαμε. Μάλλον ο υπερβολικός ζήλος των λυράρηδων κι οι αδύναμες ερμηνείες αποδυνάμωσαν το λόγο αντί να τον στηρίξουν. Ίσως να έφταιγαν η ηχορύπανση των δρόμων, η μειωμένη ακουστικότητα και οι συγχορδίες του λαούτου. Γενικά ο χορός των θαλασσινών φίλων του Αίαντα έπασχε από ρυθμό και εσωτερικό παλμό. Η μουσική με την μπάντα των πνευστών, των χάλκινων και την παραδοσιακή χροιά με ξένισε -ομολογώ- μέσα στον κορμό της τραγωδίας, αλλά δεν έχω την ειδικότητα να την κρίνω. Τα κοστούμια με επιρροές νησιώτικες και το γενικότερο στυλ του 1821, εμπνεύστηκαν από την ενδυματολόγο καθ’ όσον «η σκέψη της στάθηκε στην επανάσταση του 21», όταν ακόμα υπάρχουν ήρωες. Στα πολύ καλά της παράστασης ο φωτισμός και το φυσικό σκηνικό με τις καλαμιές και τις ταλαιπωρημένες σκηνές, που ενίσχυε την εικόνα του ανοιχτού χώρου.

Γενικά πιστεύω ότι η παράσταση δεν τόνισε στον επιθυμητό βαθμό την ηθική κρίση και το δράμα του Αίαντος που βίωσε όσο λίγοι, στην «κούφην σκιάν» της ύπαρξής του. aias2

Συντελεστές της παράστασης

Μετάφραση: Δ.Ν. Μαρωνίτης

Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος

Μουσική: Νίκος Κυπουργός

Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου

Χορογραφίες: Αγγελική Στελλάτου

Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης

Μουσική διδασκαλία: Αναστάσης Σαρακατσάνος

Βοηθός σκηνοθέτη: Βάσια Χρήστου

Διανομή

Αίας: Νίκος Κουρής

Τέκμησσα: Μαρία Πρωτόπαππα

Τεύκρος: Γιάννος Περλέγκας

Άγγελος: Παντελής Δεντάκης

Αθηνά: Ελένη Ουζουνίδου

Οδυσσέας: Γιάννης Τσορτέκης

Μενέλαος: Γιάννης Κλίνης

Αγαμέμνων: Δημήτρης Παπανικολάου

Χορός: Θύμιος Κούκιος, Σπύρος Κυριαζόπουλος, Χρήστος Μαλάκης, Δαβίδ Μαλτέζε, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Δημήτρης Πασσάς, Κρις Ραντάνοφ,  Σταύρος Σβήγκος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Μάνος Στεφανάκης, Μιχάλης Τιτόπουλος, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος