Ένα χρόνο μετά την πρώτη μας συνάντηση, επανερχόμαστε στα πηδάλια του Clio 1,5 dCi και ανακαλύπτουμε τις όποιες διαφορές λόγω χρήσης.
Το κόκκινο πανέμορφο Clio επέστρεψε στα χέρια μας, έχοντας στις «αποσκευές» του κοντέρ του περισσότερα από 35.000 χλμ., αριθμό που στα χέρια δημοσιογράφων του ειδικού τύπου σημαίνει more or less περί τις 100.000 χλμ., ή –όπως λέμε στην αργκό του επαγγέλματος- τρία ράλι Ακρόπολις.
Ευκαιρίας δοθείσης λοιπόν, σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι που μόνο σπάνια γίνεται στις ημέρες μας, δηλαδή το να παρουσιάσουμε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο και τα όποια «κουσούρια» έχουν προκύψει λόγω της σκληρής χρήσης. Για την ιστορία να σημειώσουμε πως, οι πιθανότητες λάθους ενός ειδικού συντάκτη κατά την παρουσίαση (μετά από δοκιμή συνήθως μιας εβδομάδος) έχουν κυρίως να κάνουν με δυο παραμέτρους. Πρώτη το ότι, τα αυτοκίνητα που δοκιμάζουμε και παρουσιάζουμε στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο είναι καινούρια και δεύτερη το ότι, συνήθως κινούνται με μόνο φορτίο τον οδηγό τους. Τα δυο παραπάνω δεδομένα, έχουν κατά καιρούς δημιουργήσει μεγάλες δημοσιογραφικές πλάνες. Κάτι ανάλογο έχει πολλές φορές συμβεί όταν η όποια εμπειρία από την οδήγηση ενός νέου μοντέλου, έχει προκύψει από δρόμους προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίοι διευκολύνουν οδηγούς και αυτοκίνητα, σε αντίθεση με τους κακότεχνους και ασυντήρητους ελληνικούς δρόμους, που αναδεικνύουν τα όποια σχεδιαστικά και κατασκευαστικά ελαττώματα των αυτοκινήτων.
Επιστρέφοντας λοιπόν πίσω στο κόκκινο πετρελαιοκίνητο Clio, που είχε περάσει από «σαράντα κύματα» στο διάστημα που μεσολάβησε από την πρώτη μας συνάντηση, να επισημάνουμε ότι, εμφανισιακά ήταν σα να μην πέρασε μια ημέρα. Κανένα απολύτως σημάδι φθοράς, ειδικά στο εσωτερικό και όπου τα υλικά έρχονται σε επαφή με σώματα και άκρα, ενώ εκτίθενται σε μεγάλες θερμοκρασιακές μεταβολές, αλλά και στη δύναμη του καυτού ελληνικού ήλιου.
Επί πλέον, εκτός από ένα τριγμό της πίσω εταζέρας, τίποτα άλλο δεν έθετε σε αμφιβολία την ποιότητα των υλικών και συναρμογής, ενώ όλα τα χειριστήρια και τα αξεσουάρ του εξοπλισμού εργάζονταν χωρίς κανένα δείγμα κόπωσης.
Το σύστημα διεύθυνσης, τα φρένα και η λειτουργία/αποτελεσματικότητα της ανάρτησης δεν υποψίαζαν τον οδηγό για τα πολλά σκληρά χιλιόμετρα και το μόνο που ενοχλούσε περισσότερο την ψυχολογία και λιγότερο την αποτελεσματικότητα, ήταν οι θόρυβοι της ανάρτησης που όμως δεν επηρέαζαν την οδική συμπεριφορά.
Ο κινητήρας έδειχνε πιο εύστροφος και με καλύτερη ροπή από χαμηλά, ενώ η κατανάλωση παρά τα υπό πίεση πολλά χιλιόμετρα που διανύσαμε δεν ξεπέρασε την μέση τιμή των 5 λτ/100χλμ. Την ίδια στιγμή ο θόρυβος του κινητήρα είχε «γλυκάνει», ενώ η λειτουργία του χειροκίνητου κιβωτίου και του συμπλέκτη δεν πρόδιδε κόπωση.
Με λίγα λόγια το Clio της δοκιμής μας, ένα χρόνο και πολλά δύσκολα δημοσιογραφικά χιλιόμετρα μετά την πρώτη γνωριμία μας, έδειχνε σχεδόν το ίδιο καινούριο και εύχρηστο, σε αντίθεση με τους προγόνους του που κατέρρεαν χρόνο με το χρόνο ακόμα και στα χέρια συντηρητικών οδηγών. Πλέον αυτού, επιβεβαιώσαμε για μια ακόμα φορά την μεγάλη αξία του πετρελαιοκινητήρα των 1461 κ.εκ. που αποδεικνύεται «λίρα 100», τόσο στο Clio, όσο και στα άλλα μοντέλα (όχι μόνο της Renault, αλλά και της Nissan, της Dacia και της Mercedes) που τον χρησιμοποιούν.
Εδώ ας θυμηθούμε λίγες γραμμές από την προ έτους δημοσίευσή μας:
Το «μυστικό όπλο»
Βασικό χαρακτηριστικό του κινητήρα 1.5 dCi, είναι το εντυπωσιακό του τράβηγμα, σχεδόν από το ρελαντί. Μόλις ξεπεράσεις τις σχεδόν 1100 σ.α.λ. νοιώθεις τη ροπή να εκδηλώνεται με διάρκεια και σπρώξιμο προς τα εμπρός. Μπορείς να αλλάζεις νωρίς ταχύτητες, διατηρώντας ένα σβέλτο ρυθμό, ενώ αν ψάχνεις επιδόσεις μπορείς να ανεβάζεις μέχρι τα κόκκινα, κάτι που σύντομα καταλαβαίνεις ότι δεν σου είναι απαραίτητο για να κινείσαι γρήγορα. Άλλωστε τα 220Nm ροπής εκδηλώνονται πολύ πριν τις δύο χιλιάδες (1.750 rpm) και εδώ κρύβεται η αιτία του εντυπωσιακού τραβήγματος που εξασφαλίζει ο 1.5 dCi, στο 1.070 κιλών αμάξωμα. Σε κάθε περίπτωση είναι προτιμότερο από το να ψάχνεις τους 90 ίππους «ψηλά» στο στροφόμετρο, καλύτερα είναι απολαμβάνεις στις χαμηλομεσαίες στροφές την εντυπωσιακή και πλήρως αξιοποιήσιμη ροπή του πετρελαιοκινητήρα.
Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν τις καλές επιδόσεις με 11,7’’ για τα πρώτα 100 km/h από στάση και 178km/h τελικής ταχύτητας, όμως το ζητούμενο δεν είναι οι αριθμοί όσο η αίσθηση που απολαμβάνεις πατώντας το γκάζι.
Οι ενδιάμεσες επιταχύνσεις είναι το δυνατό χαρτί του κινητήρα και το κατέβασμα στο 5άρι κιβώτιο κρίνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων περιττό.
Με 1.461 cc, άμεσο ψεκασμό και τουρμπίνα μεταβλητής γεωμετρίας, ο 1.5 dCi είναι από τους ποιοτικότερους σε απόδοση, λειτουργία και οικονομία κινητήρες που υπάρχουν έως τα 1,6 λίτρα. Χρησιμοποιείται με επιτυχία σε όλη την γκάμαRenault και Dacia με αποδόσεις από 75 έως 110 ίππων, ενώ πρόσφατα υιοθετήθηκε και από την Mercedes μετά από συμφωνία των δυο εταιρειών. Το μεγάλο «προσόν» όμως είναι η ιδιαίτερα χαμηλή κατανάλωση.
Και καταλήγουμε με το τότε συμπέρασμα:
«Συνολικά, η πληρότητα του Clio το τοποθετεί σε ξεχωριστή θέση, πολύ ψηλότερα από την κατηγορία που θεωρητικά ανήκει. Ιδιαίτερα στην πετρελαιοκίνητη έκδοση αποδεικνύει ότι έχει όλες τις προϋποθέσεις να προσελκύσει ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό από αυτό του προκατόχου του από τον οποίο υπόσχεται τουλάχιστον τα διπλά απροβλημάτιστα χιλιόμετρα».