Αλκοόλ και οδήγηση δεν πάνε μαζί, κι αυτό είναι κανόνας. Είναι γνωστό πως το αλκοόλ ακόμα και σε μικρή ποσότητα μειώνει τον χρόνο αντίδρασης του οδηγού και είναι επίσης γνωστό πως ανάλογα με την ποσότητα που έχει καταναλωθεί αυξάνονται κατά πολύ οι πιθανότητες εμπλοκής σε τροχαίο.
Όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, με ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μεταξύ 0,3 – 0,5 mg/ml η πιθανότητα εμπλοκής σε τροχαία σύγκρουση είναι 11 φορές μεγαλύτερη, ενώ με ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μεταξύ 0,6 – 1 mg/ml αυτή η πιθανότητα γίνεται 48 φορές. Οι πιθανότητες να εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα ένας οδηγός όταν έχει ποσότητα αλκοόλ στο αίμα μεταξύ 1 – 1,5 mg/ml είναι 380 φορές μεγαλύτερη από αυτήν όταν οδηγεί χωρίς την επήρεια αλκοόλ.
«Αυτό και μόνο θα πρέπει να προβληματίσει και να παραδειγματίσει τους οδηγούς και να καταλάβουν ότι δεν πίνουμε όταν πρόκειται να οδηγήσουμε. Πρέπει το ποσοστό στον ΚΟΚ να πέσει στο μηδέν σε οποιονδήποτε οδηγεί. Καμιά ποσότητα οινοπνεύματος στο αίμα δεν είναι ακίνδυνη κατά την οδήγηση. Η καθιέρωση μηδενικού ορίου είναι επιβεβλημένη» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Εκπαιδευτών Οδήγησης Άρης Ζωγράφος, ο οποίος προτρέπει να «ακυρωθεί όλη η θεματική ενότητα “Αλκοόλ και Οδήγηση” στις ερωτήσεις για τις άδειες οδήγησης και οι υπεύθυνοι να επιδιώξουν να εισάγουν την θεματική ενότητα “Η Κοινωνία της Κυκλοφορίας (ΚτΚ)” ως βιωματικό μάθημα, σε όλη την υποχρεωτική εκπαιδευτική διαδικασία και στους υποψηφίους οδηγούς».
Το αλκοόλ μειώνει αισθητά τον χρόνο αντίδρασης του οδηγού. Αν και υπάρχουν βιολογικές διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο, όμως, αυτές είναι μικρές καθώς με μόνο ελάχιστη παρουσία αλκοόλ στο αίμα ο χρόνος αντίδρασης από 0,5 δευτερόλεπτα μπορεί να φτάσει στο 1,1 δευτερόλεπτο ή 1,3 δευτερόλεπτο με μόλις 50χλμ/ώρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η αντίδρασή μας, όταν θα κληθεί να υπάρξει κατά τη διάρκεια της οδήγησης, θα γίνει μετά από 7, 15 ή 25 μέτρα. Απόσταση αντίδρασης πολύ μεγάλη που πολλές φορές μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες.
Σήμερα στην χώρα μας ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ) στο άρθρο 42, αναφέρει ότι για έναν οδηγό το επιτρεπόμενο όριο οινοπνεύματος με την μέθοδο της αιμοληψίας είναι 0,5 τοις χιλίοις, ενώ με την μέθοδο της εκπνοής είναι στα 0,25 χιλιοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο εμπνεόμενου αέρα με την προϋπόθεση ότι η μέτρηση γίνεται με ειδικά πιστοποιημένα αλκοολόμετρα. Αυτό ακριβώς το ποσοστό ο Πανελλήνιος Σύλλογος Εκπαιδευτών Οδήγησης ζητά να ελαχιστοποιηθεί.
Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι το αλκοόλ διεισδύει γρήγορα στο αίμα και από εκεί επηρεάζει τα όργανα και τον εγκέφαλο του ανθρώπου, καταστέλλει κάποιες λειτουργίες και αίρει αναστολές, ενώ χάνεται ευκολότερα η ψυχραιμία, η σύνεση και η φρόνηση, ενώ παράλληλα μειώνεται η ικανότητα εκτίμησης του κινδύνου.
«Δεν οδηγώ, όταν δεν είμαι σε θέση να οδηγώ. Τόσο απλά για όλους τους οδηγούς» τονίζει, μεταξύ άλλων, ο κ. Ζωγράφος.