Η κοινοτική νομοθεσία δεν επιβάλλει τη νομοθέτηση υπέρ του γάμου ή της τεκνοθεσίας ομοφύλων ζευγαριών. Αυτή η μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου δεν επιβάλλεται σήμερα ούτε από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α., Στρασβούργο) ούτε από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε. Λουξεμβούργο).

Ωστόσο, είναι αδιαμφισβήτητα και δεδομένα τα εξής:

1. Σύμφωνα με το αρ. 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.: «Δικαίωμα σύναψης γάμου – Με τη συμπλήρωση ηλικίας γάμου, ο άνδρας και η γυναίκα έχουν το δικαίωμα να συνάπτουν γάμο και να ιδρύουν οικογένεια, σύμφωνα προς τους εθνικούς νόμους που διέπουν την άσκηση αυτού του δικαιώματος»). το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) από το 2010 κι εντεύθεν (βλ. Schalk και Kopf κατά Αυστρίας, Προσφυγή υπ’ αριθμ. 30141/04, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010) έκρινε ότι η αναφορά του άρθρου 12 της Ε.Σ.Δ.Α. σε «άνδρες και γυναίκες» δεν σημαίνει πλέον ότι το δικαίωμα του γάμου πρέπει σε κάθε περίπτωση να περιορίζεται μεταξύ δύο ατόμων του αντίθετου φύλου.

2. Το Ε.Δ.Δ.Α. δεν δέχεται ότι εκ του άρθρου 12 της Σύμβασης γεννάται υποχρέωση των κρατών μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης για αναγνώριση του γάμου ομοφυλοφίλων, ωστόσο αυτό θα μπορούσε να επισυμβεί μελλοντικά υπό το φως των ραγδαίων κοινωνικών και νομοθετικών εξελίξεων, που οδηγούν στην ανανοηματοδότηση της έννοιας του γάμου κατά τη διάταξη του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ (βλ. Oliari κ.ά. κατά Ιταλίας, Προσφυγές υπ’ αριθμ. 18766/11 and 36030/11, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2015)

3. Σύμφωνα με τα αρ. 14 της Ε.Σ.Δ.Α. («Απαγόρευση των διακρίσεων.- Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που αναγνωρίζονται στην παρούσα Σύμβαση, πρέπει να εξασφαλιστεί χωρίς καμία διάκριση, που να βασίζεται ιδίως στο φύλο, τη φυλή, το χρώμα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την εθνική ή κοινωνική προέλευση, τη συμμετοχή σε εθνική μειονότητα, την περιουσία, τη γέννηση ή κάθε άλλη κατάσταση»), το Ε.Δ.Δ.Α. στην απόφαση επί του παραδεκτού που εξέδωσε στην υπόθεση Gas και Dubois κατά Γαλλίας (no 25951/07, 31 Αυγούστου 2010), περιέλαβε σε σκέψη του ότι η σχέση μεταξύ δύο γυναικών που ζουν μαζί υπό το καθεστώς του «αστικού συμφώνου αλληλεγγύης» (PACS) και το παιδί που η δεύτερη εξ αυτών είχε συλλάβει μέσω ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, το οποίο ανέτρεφε από κοινού με τη σύντροφό της, αποτελούσε «οικογενειακή ζωή» σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης («Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. – 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. 2. Δεν επιτρέπεται παρέμβαση δημόσιας αρχής στην άσκηση αυτού του δικαιώματος, εκτός εάν η εν λόγω παρέμβαση προβλέπεται από τον νόμο και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων»).

4. Το 2013, σε υπόθεση ελληνικού ενδιαφέροντος (Ε.Δ.Δ.Α. σε Ευρεία Σύνθεση, Βαλλιανάτος κ.ά. κατά Ελλάδας, Προσφυγές υπ’ αριθμ. 29381/09 και 32684/09, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013), το Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) επέβαλε στην Ελλάδα να αναγνωριστεί –για τους σκοπούς της ελεύθερης μετακίνησης εντός της Ε.Ε.– η σχέση γάμου αλλά και η κοινή γονεϊκότητα δύο ομόφυλων προσώπων, που έχει ήδη συσταθεί σε άλλη χώρα όχι όμως και το να εισαχθεί το πρώτον αυτή η μορφή γάμου και γονεϊκότητας σε οποιαδήποτε κοινοτική έννομη τάξη. Με το δεδομένο της απόφασης αυτής οδηγηθήκαμε ως χώρα στην ψήφιση του Νόμου 4356/2015, ο οποίος επεξέτεινε το δικαίωμα να συνάπτουν σύμφωνο συμβίωσης και τα ομόφυλα ζευγάρια, ο οποίος και κρίθηκε συνταγματικός από την υπ’ αριθ. 2003/2018 του Σ.τ.Ε. (Γ΄ Τμ. σε επταμελή σύνθεση).

5. Σε περίπτωση που ψηφιστεί και στη χώρα μας νόμος, που θα καθιερώνει το δικαίωμα των ομοφύλων ζευγαριών σε γάμο, θα επέλθουν και οι συνέπειες σχετικά με την τεκνοθεσία. Σημειωτέον ότι ο όρος «τεκνοθεσία» είναι ο ίδιος νοηματικά με τον νομικό όρο υιοθεσία (αρ. 1542 Α.Κ.), όπως εν τοις πράγμασι επιδώκουν να τον επιβάλλουν οι ομάδες πίεσης της πολιτικής ορθότητας. Σήμερα, στη χώρα μας μόνον ένα έγγαμο ετερόφυλο ζευγάρι μπορεί να υιοθετήσει από κοινού ένα παιδί. Επίσης, αν ένας πολίτης που ζει χωρίς γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης μόνος έχει ήδη ένα παιδί (π.χ. μια γυναίκα από ετερόφυλη σχέση, όπου ο βιολογικός γεννήτορας του παιδιού δεν το αναγνώρισε ποτέ), τότε μόνον ο/η σύζυγός του μπορεί να το υιοθετήσει και αυτός ή αυτή με τη σύμφωνη, προφανώς γνώμη του (ενός) νόμιμου γονέα. Αυτές οι δυνατότητες, μετά τον γάμο, θα ανοίγονται πια και σε έναν πολίτη του ίδιου φύλου με τον νόμιμο γονέα. Σήμερα, οι χώρες που νομικά έχουν κατοχυρώσει τον γάμο ομοφύλων είναι παγκοσμίως συνολικά 35. Από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το εχουν κατοχυρώσει οι 14 : Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Ισπανία και Σουηδία. Αυτές και αναγνωρίζουν γάμο ομοφύλων που έχει συναφθεί σε άλλη χώρα της Ε.Ε. για δικαιώματα που παρέχει η εθνική νομοθεσία.

6. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Υιοθεσία Παιδιών, όπως έχει αναθεωρηθεί από το 2008 (αρ. 7 παρ. 2): «Τα Κράτη έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν το πεδίο ισχύος της παρούσας Σύμβασης στα έγγαμα ομόφυλα ζευγάρια ή στα ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει μεταξύ τους καταχωρισμένη συμβίωση. Έχουν επίσης τη δυνατότητα να επεκτείνουν την ισχύ της παρούσας Σύμβασης στα ετερόφυλα και ομόφυλα ζευγάρια που ζουν μαζί στο πλαίσιο μας σταθερής σχέσης». Σύμφωνα με το αρ. 21 της ίδιας ως άνω Σύμβασης «Τα συμβαλλόμενα Κράτη τα οποία αναγνωρίζουν ή/και επιτρέπουν την υιοθεσία, διασφαλίζουν ότι εκείνο που λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη στην προκειμένη περίπτωση είναι το συμφέρον του παιδιού (Άρθρο 3 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του παιδιού, η οποία έχει επικυρωθεί από το 1990 από όλα τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης:

«1. Σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά, είτε εκδίδονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς οργανισμούς κοινωνικής προστασίας, είτε από δικαστήρια, διοικητικές αρχές ή νομοθετικά όργανα, πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το ανώτερο συμφέρον του παιδιού»), και: α) Μεριμνούν ώστε η υιοθεσία ενός παιδιού να μην επιτρέπεται παρά μόνο από τις αρμόδιες αρχές, οι οποίες αποφαίνονται, σύμφωνα με τον νόμο και με τις ισχύουσες διαδικασίες, και επί τη βάσει όλων των αξιόπιστων σχετικών πληροφοριών, εάν η υιοθεσία είναι δυνατή εν όψει της κατάστασης του παιδιού σε σχέση με τον πατέρα και τη μητέρα του, τους συγγενείς του και τους νόμιμους εκπροσώπους του, και εάν, εφόσον αυτό απαιτείται, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έδωσαν τη συναίνεση τους για την υιοθεσία, έχοντας γνώση των πραγμάτων και μετά από την αναγκαία παροχή συμβουλών»·

7. Σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, πριν, ωστόσο την κατάθεση του προναγγελθέντος νομοσχεδίου στη Βουλή, ο πρωθυπουργός τόνισε ότι δεν αλλάζουν οι ρυθμίσεις περί Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (Ι.Υ.Α.). Δηλαδή, δεν καταργείται η ιατρικώς πιστοποιημένη αναγκαιότητα (αρ. 1455 επ. Α.Κ.) ως προϋπόθεση προσφυγής σε μεθόδους Ι.Υ.Α.. Προανήγγελε δηλαδη ότι δεν αλλάζει ούτε το άρθρο 1458 του Α.Κ. που προβλέπει ότι «η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει…». Αυτή η ισχύουσα εδώ και δύο δεκαετίες νομοθετική διάκριση λόγω φύλου στηρίζεται στη σκέψη ότι ένας άνδρας και μια γυναίκα δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, ως προς την κυοφορία, καθώς ο πρώτος δεν μπορεί να κυοφορήσει ακόμη και αν είναι απολύτως υγιής, ενώ η ίδια αδυναμία στη γυναίκα είναι ιατρικώς ενδεχόμενο να οφείλεται σε παθολογικά (ιατρικά) αίτια, και γι’ αυτό μπορεί να αναπληρωθεί από μια άλλη γυναίκα ως παρένθετη κυοφόρο. Αυτή η διάκριση με βάση αυτό που μέχρι τα τελευταία χρόνια συνηθιζόταν να ονομάζεται -χωρίς τον σημερινό κίνδυνο να στοχοποιηθεί κοινωνικά από ομάδες πίεσης- «φύση», θεωρείται δύσκολο επί του παρόντος να καταπέσει σε κάποιο ευρωπαϊκό δικαστήριο, ιδίως επειδή είναι ελάχιστες οι ευρωπαϊκές χώρες που επιτρέπουν την παρενθετότητα για μόνους ή έγγαμους μεταξύ τους άνδρες. Ελάχιστες είναι οι χώρες που επεκτείνουν ρητά το δικαίωμα παρένθετης μητρότητας σε ομόφυλα ζευγάρια, όπως η Νότια Αφρική, το Ισραήλ και η Κούβα.

8. Η Σύµβαση του Οβιέδο για τα Ανθρώπινα ∆ικαιώµατα και τη Βιοϊατρική (Νόµος 2619/1998) απαγορεύει ρητώς την διάθεση για οικονομικό όφελος «τµήµατος του ανθρωπίνου σώµατος». Στο άρθρο 21 που τιτλοφορείται «Απαγόρευση οικονοµικού οφέλους», ορίζεται ότι «Το ανθρώπινο σώµα και τα τµήµατά του δεν αποτελούν, ως τέτοια, πηγή οικονοµικού οφέλους». Στην ίδια σύμβαση προβλέφθηκε για πρώτη φορά μια σειρά διασφαλίσεων περί τα προσωπικά δεδομένα, εν προκειμένω του δότη ή του δωρητή γενετικού υλικού (πρόσβασης, αντίρρησης, εξεργασίας, δικαστικής προστασίας), γι’ αυτό και όλες οι σχετικές δικαιϊκές εφαρμογές διέρχονται μέσα από το καθεστώς της παροχής συναίνεσης ως προϋπόθεση για την διενέργεια κάθε ιατρικής πράξης. Η δε ιατρική δεοντολογία, ακριβώς επειδή βασίζεται σε δεκαετίες συλλογής και αξιοποίησης ερευνητικών δεδομένων έχει οδηγήσει στο επιστημονικό συμπέρασμα ότι η κύηση μέσω παρένθετης μητέρας δεν είναι κάτι ακίνδυνο, χωρίς επιβάρυνση ή χωρίς στοιχεία επιπλοκών για την κυοφόρο. Συνεπώς, είναι κατά νόμον εφικτή μόνον σε περιπτώσεις ιατρικώς αποδεδειγμένης αδυναμίας της επιθυμούσας να τεκνοποιήσει γυναίκας, υποκαθιστώντας μόνον μερικώς μια ιατρικώς διαπιστωθείσα αδυναμία αυτής.

Δεν έχει προβλεφθεί για να νομιμοποιήσει την επιθυμία κάποιου να αποκτήσει παιδί χωρίς μητέρα (από νομική άποψη), ούτε για να εργαλειοποιήσει το γυναικείο φύλο, ανοίγοντας τον δρόμο στην εμπορευματοποίηση του ανθρώπινου γενετικού υλικού και ενδεχομενως στην κατ’ επιλογήν χρήση γενετικού υλικού από διάφορους ανθρώπινους φορείς, με όργανο το γυναικείο σώμα, το οποίο μόνον αυτό μπορεί να κυοφορήσει. Ας σημειωθεί ότι τον Οκτώβριο του 2023 η μεικτή επιτροπή Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τα δικαιώματα των γυναικών και τις πολιτικές ελευθερίες πρόσθεσε την παρένθετη μητρότητα στον κατάλογο των εγκλημάτων που δύναται να υπαχθεί σε ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά οργανωμένου εγκλήματος (trafficking), που σημαίνει ότι θα μπορούσε σύντομα να χαρακτηριστεί επίσημα από την Ε.Ε. μορφή εμπορίας ανθρώπων.

9. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (Eurostat), το ποσοστό γεννήσεων των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης φθίνει ραγδαία, καταλήγοντας το 2018 να αντιστοιχούν σε κάθε γυναίκα πολίτη της Ευρώπης, μόλις 1,55 παιδιά. Το ποσοστό γονιμότητας, μειώνεται αισθητά στις χώρες του Νότου, όπου η οικονομική ύφεση επηρέασε άμεσα το φαινόμενο της υπογεννητικότητας την τελευταία δεκαετία, μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, με ποσοστό κάτω του 1,35. Σύμφωνα μάλιστα με την πιο πρόσφατη Έκθεση Γήρανσης που δημοσιεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα επόμενα 50 χρόνια, ο ελληνικός πληθυσμός προβλέπεται να συρρικνωθεί κατά 20%, όταν η συνολική μείωση για την Ευρωπαϊκή Ένωση, προβλέπεται να ανέλθει στο 5%. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο ΟΟΣΑ το 2022, σε ορίζοντα 40 ετών, δηλαδή ως το 2052, στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό δεν πρόκειται να ξεπεράσει το 1,5. Πρόκειται για το χαμηλώτερο ποσοστό στην Ευρώπη μετά την Ιταλία και την Ισπανία.

10. Ορισμένες πολιτείες των Η.Π.Α., όπως και ο Καναδάς, αποτελούν διαδεδομένες αγορές παρένθετης μητέρας στον κόσμο. Παρέχεται χωρίς κανέναν περιορισμό σε οποιονδήποτε (ΛΟΑΤΚΙ, στρέιτ, ζευγάρια, μόνους, ντόπιους, αλλοδαπούς), ως μια απλή ιατρική υπηρεσία, από εταιρίες με κερδοσκοπικό χαρακτήρα (το κόστος φημολογείται ότι κυμαίνεται μεταξύ 150.000 – 200.000 δολλαρίων. Η Βρετανία επιτρέπει κάτω από πολύ αυστηρές προϋποθέσεις την παρένθετη μητρότητα μόνο για Βρετανίδες και μόνο για γυναίκες με ανυπέρβλητα προβλήματα κυοφορίας. Στη χώρα μας, με τον Ν. 4272/2014 καθιερώθηκαν προϋποθέσεις για την παρένθετη μητρότητα, με επέκταση του δικαιώματος και σε αιτούντες (ζευγάρια) ή παρένθετες μητέρες που έχουν τη μόνιμη κατοικία τους εκτός Ελλάδας, με αποτέλεσμα η χώρα μας να έχει καταστεί δημοφιλής προορισμός για αλλοδαπές αιτούσες μητέρες για την απόκτηση τέκνου μέσω της διαδικασία της παρένθετης μητρότητας.

Λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα ανωτέρω σημεία (1-10), μπορεί να διατυπώσει κανείς, μεταξύ άλλων, τα εξής συμπεράσματα: Δεσμευτικότητα από Ευρωπαϊκό δεδομένο δεν υπάρχει, υπάρχει ευέχερεια νομοθέτησης από πλευράς ελληνικού κράτους του γάμου των ομοφύλων. Το δικαίωμα των ομοφύλων στο γάμο συνεπάγεται αυτονόητα την τροποποίηση των διατάξεων περί υιοθεσίας εντός γάμου με όρους και προϋποθέσεις πάντως που δεν προεπιβάλλονται από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια. Το ζήτημα που απασχολεί έντονα τον παρ’ ημίν δημόσιο διάλογο, το «παιδί κατά παραγγελία» μέσω της παρένθετης μητρότητας μεταξύ ζεύγους ομοφύλων ανδρών, δείχνει να προσκρούει σθεναρά –προς το παρόν- σε διεθνή και εγχώρια δικαιοστάσια.

Τέλος, κρίσιμη πολιτική επιλογή προφανώς και συνιστά και η έμπρακτη θεσμική, ασφαλιστική, οικονομική, στεγαστική και εργασιακή υποστήριξη των ετεροφυλόφιλων ζευγαρών εντός γάμου, εντός συμφώνου συμβίωσης ακόμη και σε ελεύθερη ένωση, στο πλαίσιο των ίδιων άρθρων της Ε.Σ.Δ.Α. (8 και 14), μέσα από την εκ των πραγμάτων αναγκαία για τη χώρα μας αντιμετώπιση της υπογεννητικότητας, ζήτημα το οποίο αντιμετωπίζει ευρύτατος αριθμός ετεροφυλόφιλων εντός γαμου, εντός συμφώνου συμβίωσης ή και σε ελεύθερη ένωση. Τα ζητήματα ισότητας είναι ουσιαστικά και απαραίτητα για κάθε μειοψηφία, όπως και για κάθε πλειοψηφία.

  • Ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, διδάκτωρ Εγκληματολογίας. συγγραφέας των βιβλίων «Ανθρωποκτόνοι Κατά Συρροή και κατ’ Εξακολούθηση (Serial Killers & Mass Murderers) – το Ελληνικό Παράδειγμα», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2013 και «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2001.