Οι ειδικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία, τα προβλήματα του ομοσπονδιακού κυβερνητικού συνασπισμού (SPD, Πράσινοι, FDP), αλλά και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της πόλης-κρατιδίου του Βερολίνου, οδήγησαν τον από το 2016 κυβερνώντα συνασπισμό Σοσιαλδημοκρατών (SPD), Πρασίνων και Αριστεράς σε ιστορική αποτυχία, με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) να καταγράφει νίκη – ανατροπή και το καλύτερο ποσοστό του από το 2011. Το ποιος θα κυβερνήσει ωστόσο την επόμενη μέρα την πολύπαθη γερμανική πρωτεύουσα είναι κάτι που παραμένει για την ώρα ασαφές.
«Χάος», «καταστροφή», «απελπισία», είναι λέξεις που χρησιμοποιούνται πλέον από όλους για να περιγράψουν την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στο Βερολίνο, τόσο στη διοίκηση, η οποία γνωρίζει ελάχιστα από ψηφιοποίηση και από εξυπηρέτηση πολιτών, όσο και στην αντιμετώπιση παγίων προβλημάτων στη στέγαση και τις συγκοινωνίες. Πρόσφατα, τα εκτεταμένα βίαια επεισόδια που σημειώθηκαν κατά την αλλαγή του χρόνου, προκάλεσαν για μία ακόμη φορά κριτική σε ό,τι αφορά τον τρόπο διαχείρισης των θεμάτων ασφάλειας στην πόλη. Η Φραντσίσκα Γκίφαϊ, από τα «πουλέν» του SPD, υπήρξε για χρόνια δημοτική σύμβουλος σε μια από τις πλέον προβληματικές περιοχές του Βερολίνου και κατόπιν υπουργός Οικογένειας, στην τελευταία κυβέρνηση της ‘Αγγελα Μέρκελ. Από αυτή τη θέση αποχώρησε όταν δημοσιοποιήθηκαν τα ερωτηματικά γύρω από το διδακτορικό της. Χωρίς να τα απαντήσει, η κυρία Γκίφαϊ λίγους μήνες μετά έθεσε υποψηφιότητα και τον Σεπτέμβριο του 2021 εξελέγη δήμαρχος-κυβερνήτης του Βερολίνου. Οι εκλογές εκείνες ωστόσο κρίθηκαν τον περασμένο Νοέμβριο άκυρες, καθώς διαπιστώθηκαν «εκτεταμένες και πολύ σοβαρές παρατυπίες» κατά την εκλογική διαδικασία, κάτι που απλώς επιβεβαίωσε την εικόνα χαοτικής διοίκησης του κρατιδίου.
Τα αποψινά αποτελέσματα, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, επιβεβαίωσαν εν πολλοίς τις προβλέψεις των δημοσκοπήσεων που ήθελαν το CDU να αξιοποιεί τη γενικότερη δυσαρέσκεια και να επικρατεί σε μια παραδοσιακά αριστερή περιοχή της Γερμανίας. Παρά το 28,1% του CDU, ο επικεφαλής του, Κάι Βέγκνερ δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνει δήμαρχος του Βερολίνου. Τα τρία κόμματα του έως τώρα συνασπισμού συγκεντρώνουν 49,1% και, τουλάχιστον θεωρητικά, μπορούν να εξακολουθήσουν να κυβερνούν. Το ερώτημα σε αυτή την περίπτωση είναι ποιος θα ηγηθεί αυτού του συνασπισμού, η Φραντσίσκα Γκίφαϊ ή η «πράσινη» Μπετίνα Γιάρας, καθώς μέχρι τώρα SPD και Πράσινοι συγκεντρώνουν από 18,4%. «Δεν είμαστε πρώτοι, αλλά δεν ξέρουμε ούτε αν είμαστε δεύτεροι», δήλωσε χαρακτηριστικά η κυρία Γκίφαϊ.
«Ευχαρίστως θα συνεχίζαμε τον συνασπισμό, καλύτερα μάλιστα αν μπορούμε και να ηγηθούμε της κυβέρνησης», σημείωσε η κυρία Γιάρας. Ενδεικτικό της σημερινής εικόνας πάντως είναι και το γεγονός ότι οι δύο υποψήφιες πιθανότατα χάνουν την απευθείας εντολή στις περιφέρειές τους, από τους υποψήφιους του CDU. Αντιθέτως ο υποψήφιος του CDU, Κάι Βέγκνερ επικράτησε με άνεση των αντιπάλων του στην περιοχή του.
Αναφερόμενος στην επόμενη μέρα, ο κ. Βέγκνερ έκανε λόγο για «σαφή εντολή διακυβέρνησης» αλλαγής κατεύθυνσης και τόνισε ότι θέλει να διαπραγματευτεί «στη βάση προγράμματος» τόσο με το SPD όσο και με τους Πράσινους. Την ίδια ώρα οι Φιλελεύθεροι (FDP), με ποσοστό 4,7% (7,2% το 2021) φαίνεται ότι τελικά θα μείνουν εκτός του κρατιδιακού κοινοβουλίου, ενώ η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) βελτίωσε τα ποσοστά της και έφθασε από το 8,1% στο 9,1%, εκμεταλλευόμενη τα ζητήματα ασφάλειας που προέκυψαν στην πρωτεύουσα το τελευταίο διάστημα.
«Οι χαμένοι μένουν κολλημένοι στην εξουσία», γράφει η εφημερίδα BILD σε σχόλιό της για τα αποψινά αποτελέσματα και περιγράφει ως «απληστία» τη στάση SPD και Πρασίνων που θέλουν να εξακολουθήσουν να κυβερνούν παρά την ξεκάθαρη ήττα τους. «Η πρωτεύουσα χρειάζεται επειγόντως νέα αρχή», υποστηρίζει η εφημερίδα και χαρακτηρίζει «αίσχος» το αποτέλεσμα της διακυβέρνησης του SPD επί 21 χρόνια, με εταίρους τους Πράσινους και την Αριστερά. «Η πρωτεύουσα υποφέρει από κυκλοφοριακό χάος, υπηρεσίες – εχθρούς του πολίτη και άθλιο σχολικό σύστημα. Κορυφαίο είναι το Βερολίνο μόνο στο έγκλημα, στα χρέη και στην κοινωνική βοήθεια», τονίζει η BILD και καταλήγει τονίζοντας ότι «ο εγωισμός που επιδεικνύουν SPD και Πράσινοι βλάπτει την εμπιστοσύνη στην πολιτική».
Στο ίδιο πνεύμα και το περιοδικό Der Spiegel, σχολιάζοντας ότι «η ηττημένη θέλει απλώς να παραμείνει στη θέση της». Το περιοδικό επισημαίνει ότι έχει ξεκινήσει το «πόκερ εξουσίας» και τονίζει ότι από νωρίς απόψε το SPD είχε ρίξει το βάρος του περισσότερο στη διατήρηση του Δημαρχείου παρά στην ήττα. «Η κυρία Γκίφαϊ, εκτός από το ερώτημα αν θα παραμείνει στη δεύτερη θέση, θα πρέπει να απαντήσει και στο πόση ήττα είναι αποδεκτή αν θέλει κανείς να κυβερνήσει», αναφέρει το Spiegel και εξηγεί ότι η μέχρι σήμερα δήμαρχος του Βερολίνου στηρίχθηκε σθεναρά από το κόμμα της κατά την προεκλογική εκστρατεία, καθώς το SPD δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει ένα από τα προπύργιά του και ταυτόχρονα ένα πολύτιμο στέλεχος, μια γυναίκα νέα με ήδη σημαντική εμπειρία.
«Αν πάντως κάποιος μπορεί να μετατρέψει μια ήττα σε νίκη, αυτή είναι η Φραντσίσκα Γκίφαϊ», γράφει δηκτικά το περιοδικό, αναφερόμενο στο πρόβλημα με το διδακτορικό της, το οποίο τελικά δεν κόστισε στην πολιτικό του SPD.
Ως «μοναχικό νικητή» περιγράφει τον Κάι Βέγκνερ η κεντροαριστερή Zeit, η οποία σημειώνει μάλιστα ότι αυτό που συμβαίνει τώρα στο Βερολίνο, δεν αποκλείεται στις επόμενες εκλογές να συμβεί και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Η εφημερίδα κάνει λόγο για «ψήφο διαμαρτυρίας», από την οποία επωφελήθηκαν οι Χριστιανοδημοκράτες.
Η Frankfurter Allgemeine Zeitung επισημαίνει σε σχόλιό της ότι για πρώτη φορά οι ψηφοφόροι του SPD «έδωσαν τον λογαριασμό για το γεγονός ότι τόσα χρόνια το κόμμα υπηρέτησε τους διαδόχους του SED στην ανατολή (ενν. την Αριστερά) και τους Πράσινους, οι οποίοι επί δεκαετίες δεν εγκατέλειψαν την πελατειακή πολιτική τους προκειμένου να διατηρηθούν στην εξουσία».
Το Δίκτυο RND σημειώνει ότι μπορεί με τις εκλογές να έκλεισε το αναξιοπρεπές κεφάλαιο των επαναληπτικών εκλογών στο Βερολίνο, αλλά «δεν υπήρξε σαφήνεια και η πρωτεύουσα απειλείται με την επόμενη κρίση», καθώς «η συνέχιση του τρικομματικού συνασπισμού δεν θα ήταν καλή. Το Δίκτυο αναφέρει ακόμη ότι «η δυσαρέσκεια των Βερολινέζων με τη διοίκηση είναι τόσο έντονη τους τελευταίους μήνες που μια εύλογα τοποθετημένη αντιπολίτευση μπόρεσε να αποκομίσει καλά εκλογικά αποτελέσματα σαν ώριμα φρούτα». Στην πρωτεύουσα, «η οργή για την ανικανότητα της Γερουσίας και της διοίκησης είναι τόσο μεγάλη που, παρά τη δομική αριστερή πλειοψηφία στην πόλη, έχει εξαπλωθεί μια διάθεση αλλαγής προς την Ένωση. Το SPD και οι Πράσινοι δεν μπορούν να το αγνοήσουν αυτό στη φιλοδοξία τους να διορίσουν οι ίδιοι τον κυβερνήτη δήμαρχο», καταλήγει το άρθρο.
Τα μηνύματα για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση
Οι εκλογές του Βερολίνου όμως, με το CDU να κερδίζει για πρώτη φορά από το 1999, αποτελούν μια σοβαρή «δημοσκόπηση» και για τον ομοσπονδιακό κυβερνητικό συνασπισμό. Η δυσαρέσκεια προς το SPD δεν περιορίζεται μόνο στο πρόσωπο της Φραντσίσκα Γκίφαϊ, ενώ το FDP καθίσταται και επισήμως «αδιάφορο», τουλάχιστον στο Βερολίνο.
Τα προβλήματα των δύο κυβερνητικών εταίρων εμπεδώνονται, ενώ και οι Πράσινοι παλεύουν να διατηρήσουν το κοινό τους, το οποίο περίμενε δραστικότερες και πιο «πράσινες» πολιτικές από τη συμμετοχή του κόμματος στην κυβέρνηση. Το ομοσπονδιακό CDU πάντως πήρε απόψε ανάμικτα μηνύματα: ο αρχηγός Φρίντριχ Μερτς βγαίνει ενισχυμένος, καθώς κερδίζει το τρίτο κρατίδιο, μετά το Σλέσβιγκ-Χολστάιν και τη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία, αλλά συνειδητοποιεί την κρίσιμη έλλειψη συμμάχων, καθώς το FDP χάνει ταχύτατα δυνάμεις. Θα βρίσκεται λοιπόν όλο και πιο συχνά στη δύσκολη θέση να αναζητά εταίρους από τον απέναντι χώρο. Ο ίδιος ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς δεν αναμένεται να χρεωθεί σημαντικό μερίδιο της ήττας στο Βερολίνο. Δεν είναι αρχηγός του κόμματος, συμμετείχε στην προεκλογική εκστρατεία και εμφανίστηκε επανειλημμένα με την υποψήφια του SPD. Οι ευθύνες του «περιορίζονται» στην δημιουργία γενικότερα αρνητικού κλίματος για το SPD από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.