Οι λέξεις «Γερμανία» και «στρατός» είναι ταμπού για την πλειοψηφία του κόσμου, εξαιτίας των δύο Παγκοσμίων Πολέμων και ιδιαίτερα λόγω του Ναζισμού και των θηριωδιών του, είτε ήταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, είτε οι μαζικές σφαγές από την Ελλάδα, έως την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία και μέχρι τη Σοβιετική Ένωση.
Ο αρθρογράφος των New York Times, James Angelos, τονίζει ότι παρά το βεβαρημένο ιστορικό της Γερμανίας, ανέκαθεν υπήρχαν επίσημες πιέσεις από το εξωτερικό, ώστε να ανασυγκροτήσει τον στρατό της. Μάλιστα, όλοι οι πρόεδροι των ΗΠΑ, αλλά και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι τους, πίεζαν το Βερολίνο να αυξήσει τις στρατιωτικές του δαπάνες ως μέλος του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικά, ο Ντόναλντ Τραμπ αποκάλεσε «εγκληματίες» τους Γερμανούς, αναφέροντας ότι προστατεύουν τη χώρα τους, με στρατό που πληρώνουν άλλα κράτη.
Πλέον όμως, η Γερμανία θεωρείται στυλοβάτης της δυτικής ασφάλειας -ειδικά της ευρωπαϊκής-, αφού κατασκευάζει βασικά οπλικά συστήματα, όπως τα άρματα μάχης Leopard. Επιπλέον, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου του 2022, δόθηκε το «πράσινο φως» για τον επανεξοπλισμό του Βερολίνου. Έτσι, δημιουργείται το εξής ερώτημα: Θα μπορέσει η Γερμανία, πέρα από οικονομική δύναμη, να γίνει και στρατιωτική;
Το φάντασμα του ναζισμού και ο ρόλος του Πούτιν
Σε όλες τις χώρες του κόσμου οπαδοί του ναζισμού εντάσσονται στα σώματα ασφαλείας, ειδικά στις ειδικές δυνάμεις του στρατού. Στη Γερμανία όμως και λόγω της ιστορίας της, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά, οπότε υπάρχει περισσότερη βαρύτητα σε αυτό το θέμα.
Την τελευταία δεκαετία οι γερμανικές αρχές προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις ακροδεξιών που εργάζονταν στον στρατό και μάλιστα πρόκειται για οργανωμένες ομάδες, με ιεραρχία και εξοπλισμό. Μάλιστα, η πιο πρόσφατη επιχείρηση, έγινε λίγο πριν την έλευση του 2023 και συγκεκριμένα στις 7 Δεκεμβρίου, όταν εξαρθρώθηκε η ομάδα «Πολίτες του Ράιχ» που σχεδίαζε πραξικόπημα και να αναθέσει τα ηνία της χώρας σε έναν Γερμανό πρίγκιπα.
Έτσι, το γερμανικό κράτος και παρά τις πιέσεις που δέχεται, δεν μπόρεσε να αναπτύξει γρήγορα τον στρατό του, αφού μέσα στις τάξεις του, επιβιώνουν απομεινάρια του σκοτεινού παρελθόντος, ειδικά από τη στιγμή που διαθέτουν και δύναμη.
Εντούτοις, σύμφωνα με το δημοσίευμα, οι υποστηρικτές του επανεξοπλισμού της Γερμανίας, για αντιμετώπιση των ακροδεξιών στοιχείων εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον πόλεμο της Ουκρανίας. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι νεοναζί στη Γερμανία έχει αποδειχτεί πως είτε συνεργάζονται μέσω χρηματοδοτήσεων με τη Ρωσία, είτε θαυμάζουν και ελπίζουν να αντιγράψουν τον τρόπο διακυβέρνησης του Βλαντιμίρ Πούτιν.
Όσο λοιπόν, η Ρωσία είναι απομονωμένη από τη Δύση και η στήριξη στην Ουκρανία συνεχίζεται, ευελπιστούν πως αυτές οι ομάδες, είτε θα εξαρθρωθούν, είτε θα μείνουν ανενεργές, λόγω των συγκυριών.
Η υποστήριξη των Γερμανών στον επανεξοπλισμό
Μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία διατήρησε στρατό -τόσο η Δυτική, όσο και η Ανατολική- και συμμετείχε ως ένα βαθμό στα τεκταινόμενα του Ψυχρού πολέμου (πχ ο στρατός της Ανατολικής Γερμανίας ήταν έτοιμος για εισβολή στην Τσεχοσλοβακία στην άνοιξη της Πράγας το 1968). Οι Γερμανοί όμως, μεγάλωσαν με το «πνεύμα της αποστρατικοποίησης», θεωρώντας ότι τα όπλα θα δημιουργήσουν βία και θα επαναληφθούν σκοτεινές στιγμές του παρελθόντος.
Έτσι, η Γερμανία χρησιμοποίησε την οικονομία της ως «Δούρειο Ίππο», τόσο για να αναπτύξει την επιρροή της, όσο και γιατί θεωρούσε ότι μέσω του χρήματος θα «υπέκυπταν οι εχθροί της Δύσης», όπως η Ρωσία. Μάλιστα, ήταν μια τακτική που φαινόταν να ισχύει, αφού από το 1945 μέχρι και σήμερα, οι σφαίρες δεν έλυσαν καμία διαφωνία, όπως το χρήμα…
Αυτή η αντίληψη ήταν κυρίαρχη μέχρι και σήμερα στη Γερμανία, με αρκετό κόσμο να διαφωνεί για τα εξοπλιστικά προγράμματα. Πλέον, όμως φέρεται να αλλάζει σταδιακά, αν και είναι αμφίβολο αν οι υποστηρικτές του επανεξοπλισμού ονειρεύονται μια «δυνατή Γερμανία ή μια νέα «προστάτιδα της Ευρώπης».
Χαρακτηριστικά, ο Frank Oesterhelweg, μέλος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης και αντιπρόεδρος του κοινοβουλίου της πολιτείας της Κάτω Σαξονίας, δήλωσε πως «αυτό που είχαμε πάντα ήταν μια σχεδόν ειρηνιστική στάση. Υπήρχαν επίσης πολλοί άνθρωποι που δεν ήταν καθόλου διατεθειμένοι να σηκώσουν όπλο. Πιστεύω ότι η εισβολή στις 24 Φεβρουαρίου και όσα ζήσαμε από τότε δείχνουν ότι τελικά δεν είναι τόσο απλό. Πολλά αλλάζουν τώρα στον πληθυσμό. Επιστρέψαμε στην πραγματικότητα».