Ξεκάθαρη θέση υπέρ του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα πήρε με άρθρο του στην Daily Telegraph ο λόρδος Φροστ, πρώην επικεφαλής της βρετανικής πλευράς στις διαπραγματεύσεις του Brexit και κορυφαίος εκπρόσωπος της πιο συντηρητικής πτέρυγας του κυβερνώντος κόμματος των Τόρις.
Όπως γράφει ο Βρετανός διπλωμάτης και πολιτικός που έχει χαρακτηριστεί «ο πιο γνήσιος υποστηρικτής του Brexit», θεωρεί πως τα νομικά επιχειρήματα της βρετανικής πλευράς υπέρ της διατήρησης των Γλυπτών είναι καλά, παρά την «ελαφρώς θολή» φύση των πράξεων του Έλγιν. Όμως, δεν ήταν ποτέ πεπεισμένος ως προς τα «ηθικά, καλλιτεχνικά και πολιτιστικά επιχειρήματα».
Τονίζει πως συμμερίζεται την άποψη ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα συνιστούν μια «ιδιαίτερη κατάσταση στην οποία πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε μια ιδιαίτερη λύση».
Αφού κάνει λόγο για δημιουργήματα που προορίζονταν για ένα συγκεκριμένο μνημείο και για ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό και θρησκευτικό υπόβαθρο, σημειώνει: «Όσο δεν εκτίθενται ως ενιαία, υπολείπονται του συνόλου των μερών που τα απαρτίζουν».
Στη συνέχεια αναφέρει πως διδάχθηκε ελληνικά στην Ελλάδα και έχει ζήσει στην Κύπρο και ως εκ τούτου μπορεί να βλέπει τα επιχειρήματα από την ελληνική οπτική. Για τους Βρετανούς, συνεχίζει, τα Γλυπτά είναι απλώς ένα έκθεμα,, έστω σημαντικό. «Για την Ελλάδα είναι μέρος της εθνικής της ταυτότητας και ένας εθνικός πολιτιστικός σκοπός», συμπληρώνει.
Υπό το πρίσμα αυτό δηλώνει πως κατανοεί τις προσπάθειες του προέδρου του Βρετανικού Μουσείου Τζορτζ Όσμπορν να βρει μια λύση. Ωστόσο, θεωρεί πως δεν είναι σωστό αυτό να γίνεται αποκλειστικά από τον ίδιο και το Βρετανικό Μουσείο, πολύ δε περισσότερο με «μυστικές» συνομιλίες.
Ο λόρδος Φροστ τάσσεται γενικά υπέρ του νόμου του 1963 που απαγορεύει τη μόνιμη αφαίρεση αντικειμένων από το Βρετανικό Μουσείο και δηλώνει πως το μουσείο μπορεί να προβεί σε μία συμφωνία δανείου. Αναγνωρίζει όμως πως ένα «δάνειο» για να γίνει αποδεκτό από τους Έλληνες θα πρέπει να έχει μεγάλο βεληνεκές, με όρους που θα πρέπει παράλληλα να ικανοποιούν και το βρετανικό εθνικό συμφέρον. Επομένως, συμπεραίνει, στις συνομιλίες θα πρέπει να εμπλακεί η βρετανική κυβέρνηση.
«Η άποψή μου είναι πως είναι ώρα για μια μεγάλη χειρονομία. Μόνο η κυβέρνηση μπορεί να την κάνει. Είναι να προσφερθεί να επιστρέψει τα μάρμαρα ως ένα εφάπαξ δώρο από τούτη τη χώρα προς την Ελλάδα, ως μέρος μιας νέας ευρύτερης αγγλο-ελληνικής συνεργασίας», είναι η πρόταση του λόρδου Φροστ.
Παραθέτει μάλιστα και τα τρία στοιχεία που πρέπει να διέπουν αυτή τη συνεργασία. Αρχικά τη συνεργασία των μουσείων, με υψηλής ποιότητας αντίγραφα των Γλυπτών να μένουν στο Λονδίνο συν μια συμφωνία δανεισμού από την Ελλάδα ορισμένων εκ των διασημότερων αρχαιοτήτων, προσωρινά, σε αντάλλαγμα και ίσως και σε μουσεία εκτός Λονδίνου.
Δεύτερον, μια ευρύτερη πολιτιστική συνεργασία, ενδεχομένως με ιδιωτική χρηματοδότηση, που θα ανεβάσει σε άλλο επίπεδο την ακαδημαϊκή αλλά και καλλιτεχνική σύμπραξη των δύο χωρών.
Και τρίτον, μια κοινή εκστρατεία Ελλάδας-Βρετανίας για να επιστρέψουν στην Αθήνα τα Γλυπτά του Παρθενώνα που κατέχουν όλα τα υπόλοιπα μουσεία του κόσμου.
Μια τέτοια συνεργασία, γράφει ο λόρδος Φροστ, θα πρέπει να παραμερίσει οριστικά τη διαμάχη για την απόκτηση των Γλυπτών και θα πρέπει να καθιστά σαφές ότι δε συνιστά προηγούμενο για αιτήματα αποκατάστασης άλλων εκθεμάτων. Με μια τέτοια λύση, καταλήγει το άρθρο, η Βρετανία μεταξύ άλλων θα έδειχνε εμπράκτως ότι εννοεί το χαρακτηρισμό των Γλυπτών ως μέρος της κοινής μας δυτικής κληρονομιάς, αλλά και θα έδειχνε τι είδους χώρας φιλοδοξεί να είναι, ενδιαφερόμενη για τη φήμη της και τον πολιτισμό της. «Ας αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και ας κάνουμε μια συμφωνία», κλείνει ο λόρδος Φροστ.