Η οικογένεια ενός 14χρονου κοριτσιού στην Κίνα, το οποίο πέθανε όταν μπήκε σε κέντρο καραντίνας για τον κορονοϊό, απαιτεί δικαιοσύνη, καταγγέλλοντας ότι οι εκκλήσεις της για ιατρική βοήθεια αγνοήθηκαν.
Η 14χρονη Guo Jingjing είχε πυρετό δύο ημέρες μετά τη μεταφορά της στο κέντρο καραντίνας στην Ruzhou, στην επαρχία Henan την περασμένη Παρασκευή, σύμφωνα με το BBC. Ένα βίντεό της όπου φαίνεται να τρέμει και να έχει σπασμούς σε ένα κρεβάτι προκάλεσε οργή στην Κίνα, η οποία επιμένει στους αυστηρούς ελέγχους αναφορικά με την πανδημία του κορονοϊού. Η οικογένειά της μοιράστηκε τις εικόνες, ζητώντας βοήθεια και απόδοση ευθυνών.
Αξιωματούχοι με τους οποίους επικοινώνησε το BBC δεν έχουν δώσει ακόμη κάποια απάντηση για τις καταγγελίες αναφορικά με την αιτία θανάτου της 14χρονης, η οποία παραμένει ασαφής.
Σε ένα βίντεο, ο πατέρας της λέει πως οι εργαζόμενοι στο κέντρο δεν παρείχαν φροντίδα την ώρα που η κατάσταση της υγείας της χειροτέρευε.
Την Κυριακή είχε αρχίσει να έχει σπασμούς, να είναι αφυδατωμένη και να τρέμει «και οι εργαζόμενοι στο κέντρο δεν τη φρόντισαν, ούτε καν αναρωτήθηκαν για την κατάστασή της» καταγγέλλει ο πατέρας της 14χρονης.
Το βίντεό του και ένα ακόμη που αναρτήθηκε από τη θεία του παιδιού και ζητούσε την απονομή δικαιοσύνης, έχουν δεχτεί σφοδρή λογοκρισία τις τελευταίες 48 ώρες.
«Ζητώ από την Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και την Πειθαρχική Επιτροπή να ερευνήσουν τις αμέλειες της κυβέρνησης της Ρουζού και να δώσουν πίσω τη ζωή της κόρης μου πίσω» είπε ακόμα ο πατέρας.
Το BBC έχει επιβεβαιώσει τον θάνατο της Jingjing και τις συνθήκες που τον αφορούν και με άλλα μέλη της οικογένειας. Καταγγέλλουν ότι η κατάσταση του παιδιού επιδεινώθηκε σημαντικά το απόγευμα της Δευτέρας και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο. Ωστόσο η κατάστασή της ήταν κρίσιμη και δεν μπόρεσε να σωθεί.
Ο θάνατος της 14χρονης προκάλεσε κύμα οργής online για τον πρόεδρο της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ και τις πολιτικές για τον κορονοϊό που εφαρμόζει η κυβέρνησή του. «Είμαι έξαλλος. Γιατί δεν της έδωσαν ένα χάπι;» έγραψε ένας χρήστης με έναν δεύτερο να παρατηρεί ότι «πάντα έτσι ήταν, τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ».