Οι οικονομικές αναταράξεις που έχει προκαλέσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, το ολοένα και αυξανόμενο κόστος ζωής σε συνδυασμό με τα δύο χρόνια πανδημία του κορονοϊού, αποτελούν «θηλιά στον λαιμό» της γερμανικής οικονομίας. Πλέον, το 38% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου ο ένας στους τρεις Γερμανούς, δηλώνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με τις τρέχουσες οικονομικές υποχρεώσεις, σύμφωνα με έρευνα του ιδιωτικού ιδρύματος ελέγχου της πιστοληπτικής ικανότητας Schufa για λογαριασμό της εφημερίδας Welt am Sonntag.
Σύμφωνα με την έρευνα η ανησυχία των καταναλωτών για την οικονομική τους κατάσταση έχει ενταθεί ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες, όπως μεταδίδει η Deutsche Welle.
Τον Ιανουάριο, ένα μήνα πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, αντίστοιχες ανησυχίες είχε ένας στους τέσσερις Γερμανούς. Ενδιαφέρον όμως έχουν και τα στοιχεία που αφορούν τα τραπεζικά δάνεια. Ένας στους επτά θεωρεί πολύ πιθανή τη λήψη δανείου προκειμένου να φέρει εις πέρας τις καθημερινές υποχρεώσεις, ενώ πολλοί καταφεύγουν σε δανεικά από συγγενείς και φίλους. Σχεδόν το ένα τέταρτο των 1.000 ερωτηθέντων αναγκάζεται να κάνει υπερανάληψη από τον τραπεζικό του λογαριασμό.
Την ίδια ώρα έντονη είναι η συζήτηση στη Γερμανία σχετικά με την επιμήκυνση των χρόνων εργασίας και την αύξηση κατά συνέπεια της ηλικίας συνταξιοδότησης. Η ηλικία συνταξιοδότησης στη Γερμανία αυξάνεται σταδιακά και αναμένεται το 2029 να φτάσει τα 67 έτη.
O υπουργός Εργασίας, Χουμπέρτους Χάιλ, από τους Σοσιαλδημοκράτες απορρίπτει κατηγορηματικά όμως ένα σενάριο για σύνταξη μελλοντικά στα 70 έτη.
«Την ιδέα ότι μπορεί κανείς να εργάζεται σε χαλυβουργείο, στο ταμείο του σούπερ μάρκετ, ως αστυνομικός ή νοσοκόμα μέχρι τα 70, μπορεί να έχουν μόνο άνθρωποι που ζουν σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο», ανέφερε χαρακτηριστικά, μιλώντας στις εφημερίδες του ομίλου Funke.
Για τον Γερμανό υπουργό τέτοιες προτάσεις είναι ασυμβίβαστες με την καθημερινότητα των απλών εργαζομένων. Προς το παρόν πάντως τα τρία κόμματα της συγκυβέρνησης -Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι- φαίνεται να συμφωνούν στη μη αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης πέραν των 67 ετών.
Μείωση στις πωλήσεις τροφίμων καταγράφηκε τον Απρίλιο
Οι πωλήσεις στον τομέα της λιανικής μειώθηκαν ιδιαίτερα απότομα το τελευταίο διάστημα, με τον κλάδο των τροφίμων να καταγράφει τη σημαντικότερη μείωση, κυρίως λόγω της αύξησης του πληθωρισμού.
Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία, το εισόδημα των Γερμανών ήταν τον Απρίλιο κατά 4,7% χαμηλότερο από ό,τι τον Μάρτιο – στην πραγματικότητα όμως, εάν ληφθούν υπ’ όψιν οι τιμές στην αγορά, η μείωση είναι ακόμη υψηλότερη, στο 5,4%. «Οι πραγματικές πωλήσεις έφτασαν στο χαμηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2021», αναφέρουν οι στατιστικολόγοι της ομοσπονδίας, επισημαίνοντας ότι αρχικά είχε προβλεφθεί μείωση της τάξης μόλις του 0,2%.
Ειδικά στον κλάδο των τροφίμων η μείωση των πωλήσεων είναι ακόμη πιο αισθητή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πωλήσεις στο εμπόριο των ειδών εκτός τροφίμων συρρικνώθηκαν κατά 4,4%, ενώ στα τρόφιμα η συρρίκνωση έφθασε το 7,7%. «Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση πωλήσεων ειδών διατροφής από μήνα σε μήνα από το 1994», επισημαίνουν οι εκπρόσωποι της Στατιστικής Υπηρεσίας και αποδίδουν την εξέλιξη πιθανότατα στη σημαντική αύξηση των τιμών των τροφίμων, η οποία έφθασε τον Απρίλιο στο 8,6% σε σχέση με τον Μάρτιο.
Οι ειδικοί προειδοποιούν ακόμη ότι η αυξητική τάση των τιμών των τροφίμων θα συνεχιστεί πιθανότατα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους. Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη της εταιρίας ασφάλισης πιστώσεων Allianz Trade, η λιανική τιμή στα τρόφιμα ενδέχεται να αυξηθεί κατά περισσότερο από 10% τους επόμενους μήνες.
Η Ένωση Αγροτών διεκδικεί ήδη αυξήσεις στα αγροτικά προϊόντα, υποστηρίζοντας ότι οι παραγωγοί δεν μπορούν πλέον να επωμίζονται όλο το κόστος. «Αυτές οι τεράστιες αυξήσεις κόστους, λόγω των αυξήσεων στο πετρέλαιο, στα λιπάσματα και στις ζωοτροφές δεν μπορούν να φορτωθούν μόνο στους αγρότες, αλλά πρέπει να μετακυληθούν και στους καταναλωτές», δήλωσε ο πρόεδρος της ένωσης, Γιοάχιμ Ρούκβιντ.
Η απότομη αύξηση των τιμών δεν αποτελεί το μοναδικό πρόβλημα στην αγορά, καθώς τα μέτρα που λαμβάνονται στην Κίνα προκαλούν μεγάλες καθυστερήσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα διεθνώς. Τον Μάιο, το 80,1% των λιανοπωλητών της Γερμανίας διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν ήταν σε θέση να παραδώσουν όλα τα εμπορεύματα που παραγγέλθηκαν.