Διχάζει το Συντηρητικό Κόμμα της Βρετανίας η πρόθεση της νέας κυβέρνησης του Ντέιβιντ Κάμερον να ξαναγράψει τον βρετανικό νόμο περί προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με στόχο να περιορίσει την επιρροή των ευρωπαϊκών δικαστηρίων στην απονομή της δικαιοσύνης. Πολλοί είναι αυτοί που προειδοποιούν ότι απειλούνται τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου.
Μετά τη μ εγάλη νίκη τους στις βουλευτικές εκλογές την περασμένη εβδομάδα, οι Συντηρητικοί σχεδιάζουν να αντικαταστήσουν τον Νόμο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1998 με ένα «Βρετανικό Νόμο Δικαιωμάτων», σπάζοντας έτσι τον «επίσημο δεσμό» μεταξύ των βρετανικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Μολονότι δεν συνδέεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση, το δικαστήριο αυτό, που εδρεύει στο Στρασβούργο και είναι ένας υπερεθνικός θεσμός του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχει δεχτεί τα πυρά πολλών Βρετανών που θεωρούν ότι μέσω αυτού η Ευρώπη παρεμβαίνει στις βρετανικές υποθέσεις.
Ο Κάμερον έχει υποσχεθεί ότι θα επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση της Βρετανίας με τις Βρυξέλλες και μέχρι το 2017 θα οργανώσει δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη της χώρας στην ΕΕ. Το κόμμα του και ιδίως η ισχυρή πτέρυγα των ευρωσκεπτικιστών υποστηρίζει ότι ο Νόμος των Δικαιωμάτων θα «αποκαταστήσει την κοινή λογική στην εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και θα σταματήσει την τακτική που ακολουθούν επικίνδυνοι αλλοδαποί εγκληματίες, οι οποίοι επικαλούνται τα ανθρώπινα δικαιώματά τους για να αποφύγουν την απέλαση.
Ωστόσο ορισμένοι νομικοί αλλά και μέλη των Συντηρητικών διαφωνούν: οι αλλαγές, λένε, θα εξασθενήσουν την προστατευτική ασπίδα των πιο αδύναμων ανθρώπων, θα βλάψουν το καλό όνομα της Βρετανίας στο εξωτερικό και θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένταση μεταξύ του Λονδίνου και των τοπικών κυβερνήσεων της Σκωτίας, της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ουαλίας.
«Ο Νόμος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν είναι τέλειος όμως ο κίνδυνος αυτού του σχεδίου είναι ότι συγχέει την πολιτική με τα θεμελιώδη δικαιώματα», σημείωσε ο Άνταμ Γουέιγκνερ, δικηγόρος σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. «Η αντιπάθεια απέναντι στην Ευρώπη, τους μετανάστες και τους φυλακισμένους δεν θα πρέπει να αποτελεί την κινητήριο δύναμη για ένα Νόμο περί Δικαιωμάτων που θα επηρεάσει ολόκληρη τη χώρα», πρόσθεσε μιλώντας στο πρακτορείο Reuters.
Ο Νόμος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του 1998 ενσωμάτωσε στο βρετανικό δίκαιο την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που συντάχθηκε το 1950, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως απάντηση στον σταλινισμό και τον ναζισμό. Ένας από τους εμπνευστές της ήταν και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Με βάση τον Νόμο αυτόν, οι προσφεύγοντες στα βρετανικά δικαστήρια μπορούν να επικαλεστούν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Εάν η απόφαση δεν τους ικανοποιεί, στη συνέχεια μπορούν να στραφούν στο ΕΔΑΔ, στο Στρασβούργο.
Οργανώσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επισημαίνουν ότι η Βρετανία θα έδινε ένα πολύ κακό παράδειγμα αν απέρριπτε τη δικαιοδοσία του ΕΔΑΔ καθώς θα έμπαινε στην ίδια κατηγορία με τη Λευκορωσία, τη μοναδική ευρωπαϊκή χώρα που δεν αποδέχεται τις αποφάσεις του δικαστηρίου αυτού.
Από την άλλη, οι προτεινόμενες αλλαγές βρίσκουν σύμφωνους πολλούς Συντηρητικούς και απλούς ανθρώπους που πιστεύουν ότι το δικαστήριο του Στρασβούργου καταπατά την εθνική κυριαρχία της Βρετανίας και λαμβάνει κακές αποφάσεις. «Το θέμα δεν είναι να ξεφορτωθούμε τα δικαιώματα αλλά να ερμηνεύονται (τα δικαιώματα) σε αυτή τη χώρα από τους δικούς μας δικαστές… όχι από ένα ευρωπαϊκό δικαστήριο», είπε ο Συντηρητικός βουλευτής Πίτερ Μπόουν μιλώντας στο BBC.
Ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης και στενός σύμμαχος του Κάμερον Μάικλ Γκόουβ θα πρέπει να υποβάλει το νομοσχέδιο προς έγκριση από το κοινοβούλιο και να ξεπεράσει τις διαφωνίες κορυφαίων στελεχών του Συντηρητικού Κόμματος, όπως ο πρώην γενικός εισαγγελέας Ντόμινικ Γκριβ και ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Κένεθ Κλαρκ. Και οι δύο διαφώνησαν ανοιχτά με τις προτάσεις που παρουσιάστηκαν τον περασμένο Οκτώβριο και ο Γκριβ τις χαρακτήρισε μάλιστα «μια συνταγή για το χάος».
Μια δεύτερη, σημαντική δυσκολία, είναι ότι ο Νόμος των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι ενσωματωμένος σε άλλες νομικές διευθετήσεις που αφορούν ιδίως την αποκέντρωση της εξουσίας στη Βρετανία. «Οι άνθρωποι στη Βόρεια Ιρλανδία, τη Σκωτία και την Ουαλία έχουν αξιοσημείωτα πιο θερμά αισθήματα για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου παρά για τα ανώτατα δικαστήρια του Λονδίνου», έγραψαν σε μια έκθεσή τους οι δικηγόροι Ελένα Κένεντι και Φίλιπ Σαντς που συμμετείχαν το 2011-12 σε μια κυβερνητική επιτροπή η οποία εξέταζε την πρόταση για τον Νόμο περί Δικαιωμάτων.
Στη Βόρεια Ιρλανδία ο Νόμος του 1998 αποτελεί τμήμα της ειρηνευτικής συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής με την οποία τερματίστηκε η 30ετής σύρραξη. Η κατάργηση του Νόμου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα αποτελούσε μια “κατάφωρη παραβίαση” της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής, σύμφωνα με την Επιτροπή Απονομής Δικαιοσύνης, μια οργάνωση που εδρεύει στο Μπέλφαστ.
Η κατάργηση του Νόμου θα περιέπλεκε επίσης και την επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης του Λονδίνου με τη Σκωτία. Το εθνικιστικό κόμμα SNP που κέρδισε τις 56 από τις 59 έδρες της Σκωτίας στις εκλογές της προηγούμενης εβδομάδας έχει ταχθεί κατηγορηματικά κατά της αλλαγής.
Στην Αγγλία ωστόσο, τα αισθήματα διαφέρουν. Οι επικριτές του Στρασβούργου φέρνουν ως παράδειγμα για την αναγκαιότητα της αλλαγής την περίπτωση του Άμπου Κατάντα, ενός ισλαμιστή ιερωμένου που κατηγορήθηκε για τρομοκρατία στην Ιορδανία αλλά κατάφερε να καθυστερήσει επί οκτώ χρόνια την απέλασή του από τη Βρετανία ισχυριζόμενος ότι τα ιορδανικά δικαστήρια θα τον δίκαζαν με βάση μαρτυρίες που είχαν αποσπαστεί κατόπιν βασανιστηρίων. Απελάθηκε τελικά το 2013.
Το ΕΔΑΔ έχει εκδώσει επίσης μια σειρά από αντιδημοφιλείς αποφάσεις καταδικάζοντας τη Βρετανία γιατί απαγορεύει στους φυλακισμένους να ψηφίζουν.
Οι νομικοί υπογραμμίζουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να ισχύουν για όλους, ανεξαρτήτως αν είναι αντιδημοφιλή ή όχι. Ωστόσο στον Τύπο δημοσιεύονται πολύ συχνά ρεπορτάζ για «παράλογες» υποθέσεις, επηρεάζοντας αρνητικά την κοινή γνώμη, χωρίς να ελέγχεται η ακρίβεια τους. Μια από αυτές, την οποία επικαλέστηκε ακόμη και η υπουργός Εσωτερικών Τερέζα Μέι, αφορούσε έναν παράνομο μετανάστη ο οποίος δεν γινόταν να απελαθεί επειδή είχε μια… γάτα. Στην πραγματικότητα, ο λόγος ήταν ότι οι βρετανικές υπηρεσίες δεν είχαν ακολουθήσει την ορθή διαδικασία για την απέλασή του.
«Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι αστείο. Και δεν είναι παράλογα», επισήμανε ο Ντάνιελ Φίνκελσταϊν, ένας Συντηρητικός, μέλος της Βουλής των Λόρδων, ο οποίος διαφωνεί με τις προτεινόμενες αλλαγές.