Να ανασταλούν άμεσα οι εχθροπραξίες στην Υεμένη, ζήτησε ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, Μπαν Γκι Μουν, απευθύνοντας μια τέτοια έκκληση για πρώτη φορά μετά την έναρξη των αεροπορικών πληγμάτων από μια συμμαχία αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας εναντίον των σιιτών ανταρτών Χούτι, πριν από τρεις εβδομάδες.
Ο γενικός γραμματέας επισήμανε ότι η πιο φτωχή χώρα της Μέσης Ανατολής αντιμετώπιζε πολύ σοβαρή κρίση ήδη πριν ξεσπάσουν οι πρόσφατες εχθροπραξίες, με το επίπεδο της διατροφικής ανασφάλειας να είναι υψηλότερο κι από εκείνο που καταγράφεται στις πιο φτωχές περιοχές της Αφρικής και προσέθεσε πως οι νέες συγκρούσεις επιδείνωσαν ραγδαία τα προϋπάρχοντα προβλήματα.
«Αυτός είναι ο λόγος που καλώ να υπάρξει άμεση κατάπαυση του πυρός στην Υεμένη από όλες τις πλευρές», τόνισε κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο National Press Club στην Ουάσινγκτον. Συμπλήρωσε μάλιστα πως «οι Σαουδάραβες με διαβεβαίωσαν ότι καταλαβαίνουν πως πρέπει να υπάρξει μια πολιτική διαδικασία. Καλώ όλα τα μέρη στην Υεμένη να συμμετάσχουν (σε αυτή) με καλή πίστη».
Όπως διευκρίνισε η διπλωματική διαδικασία με την υποστήριξη των Ηνωμένων Εθνών παραμένει ο καλύτερος τρόπος για να τερματιστεί ο παρατεταμένος πόλεμος που έχει τρομακτικές συνέπειες για τη σταθερότητα της περιοχής.
Καμία αναφορά δεν έκανε στην απόφαση του απερχόμενου ειδικού συμβούλου του για την Υεμένη, Τζαμάλ Μπενομάρ, να παραιτηθεί από τη θέση, που αποδόθηκε στην απόγνωσή του για την μέχρι τώρα αποτυχία των ειρηνευτικών συνομιλιών στις οποίες μεσολαβούσε. Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, ο γενικός γραμματέας επέλεξε τον Μαυριτανό διπλωμάτη Ισμαήλ Ουλντ Σέιχ Άχμεντ για να διαδεχθεί τον Μπενομάρ.
Ο Μπενομάρ, ένας βετεράνος Μαροκινός διπλωμάτης 58 ετών, είχε διοριστεί στον θώκο από τον Αύγουστο του 2012. Όμως, όπως μαρτυρούν διπλωμάτες, επικρινόταν έντονα τις τελευταίες εβδομάδες από τους υποστηρικτές του προέδρου της Υεμένης, Αμπντ Ράμπο Μανσούρ Χάντι και τους συμμάχους του στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, ιδίως τη Σαουδική Αραβία. Μάλιστα φαίνεται να προκάλεσε εκνευρισμό στον Ριάντ, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο χειρίστηκε τις ειρηνευτικές συνομιλίες ανάμεσα στους Χούτι, που υποστηρίζονται από το Ιράν, και την κυβέρνηση, η οποία υποστηρίζεται από δυτικά κράτη και τις αραβικές σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου.
Όπως εξήγησαν διπλωματικές πηγές, οι χώρες του Κόλπου, οι οποίες συμμετέχουν στην εκστρατεία αεροπορικών πληγμάτων εναντίον των Χούτι, έκριναν ότι ο Μπενομάρ είναι υπερβολικά συμβιβαστικός έναντι των σιιτών ανταρτών και ουσιαστικά διέκοψαν τις επαφές μαζί του.