Ο ουρουγουανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Εντουάρντο Γκαλεάνο, ο συγγραφέας του «Οι Ανοικτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής» και διακεκριμένη προσωπικότητα της λατινο-αμερικανικής αριστεράς, πέθανε σήμερα σε ηλικία 74 ετών στο Μοντεβιδέο.
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, που χρησιμοποιούσε το επώνυμο της μητέρας του, έπασχε από καρκίνο τωνν πνευμόνων και τις τελευταίες ημέρες νοσηλευόταν σε νοσοκομείο του Μοντεβιδέο. Σύμφωνα με τη διεύθυνση του νοσοκομείου πέθανε τα ξημερώματα.
«Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο στις 3 Σεπτεμβρίου 1940 και πέθανε στην ίδια πόλη στις 13 Απριλίου 2015», αναφέρεται στην ανακοίνωση του ισπανικού εκδοτικού οίκου Siglo XXI.
«Ο χρόνος ανάμεσα στις δύο αυτές ημεορμηνίες μπορεί να γεμίσει με εξορίες, με βιβλία, με ονόματα φίλων και εχθρών, με πολλά βραβεία, διδακτορικά Honoris Causa, εκστρατείες δυσφήμησης, κοντολογής, το σύνηθες οικοδόμημα, με βάση τη συγκέντρωση πληθώρας στοιχείων, ενός προφίλ μέσω του οποίου οι εγκυκλοπαίδιες και οι παντός τύπου μελέτες θα παρουσιάσουν την προσωπικότητά του για την αιωνιότητα», αναφέρεται στο κείμενο της ανακοίνωσης του εκδοτικού του οίκου.
Δημοσιογράφος, αφηγητής και δοκιμιογράφος, αφιέρωσε ολόκληρη την καριέρα του στην μελέτη του βάθους και των αντιθέσεων της Λατινικής Αμερικής.
Το βιβλίο του «Οι Ανοικτές Φλέβες της Λατινικής Αμερικής» εκδόθηκε το 1971 στα ισπανικά και στην συνέχεια μεταφράσθηκε σε πολλές γλώσσες. Είναι ένα κατηγορητήριο για την εκμετάλλευση της Λατινικής Αμερικής από την άφιξη των πρώτων ισπανών αποίκων και έγινε κλασικό έργο της αριστερής σκέψης των δεκαετιών ’70 και ’80 και στη συνέχεια της «άλλης παγκοσμιοποίησης».
«… αυτή η πρόζα της παραδοσιακής αριστεράς είναι τρομακτικά πληκτική…»
Το βιβλίο δωρίστηκε από τον πρώην πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες στον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα κατά τη σύνοδο κορυφής της Αμερικής στο Τρινιδάδ και Τομπάγκο το 2009, γεγονός που αύξησε τις πωλήσεις του.
Ομως σε μία σπάνια έκφραση αυτοκριτικής, ο Εντουάρντο Γκαλεάνο είχε ο ίδιος επικρίνει τις αδυναμίες του βιβλίου κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στη Μπραζίλια. «Δεν θα μπορούσα πλέον να το διαβάσω. Θα ήταν υπερβολικά βαρύ. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η πρόζα της παραδοσιακής αριστεράς είναι τρομακτικά πληκτική. Το σώμα μου δεν θα την άντεχε. Θα έπρεπε να το στέιλω στο νοσοκομείο», είχε πει στους δημοσιογράφους.
Αυτό το βιβλίο που εκδόθηκε όταν ήταν 31 ετών, «φιλοδοξούσε να είναι ένα έργο πολιτικής οικονομίας, αλλά δεν είχα την απαιτούμενη παιδεία. Δεν μετανιώνω που το έγραψα, αλλά για μένα είναι μία φάση και την έχω ξεπεράσει».
«Δεν είχα την τύχη να γνωρίσω την Σεχραζάντ, δεν έμαθα την τέχνη της αφήγησης στο ανάκτορο της Βαγδάτης, τα δικά μου πανεπιστήμια ήταν τα παλιά καφέ του Μοντεβιδέο», είχε πει στο 2009 στη Μαδρίτη.
Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στα 14 του χρόνια, δημοσιεύοντας σκίτσα στο εβδομαδιαίο έντυπο El Sol, του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Ανάμεσα στο 1961 και το 1964 διηύθυνε το έγκυρο περιοδικό Marcha, βήμα των διανοούμενων και στη συνέχεια ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Epoca στης αριστεράς (1964-1966).
Με το πραξικόπημα του 1973 φυλακίστηκε και στη συνέχεια εξορίστηκε στην Αργεντινή και στην Ισπανία. Επέστρεψε το 1985 στην Ουρουγουάη με την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Ακατάβλητος παρά την ασθένειά του ο άνθρωπος με το επιβλητικό παράστημα δεν σταμάτησε να γράφει επιδιδόμενος σε αυτό που θεωρούσε χρέος: την κοινωνική κριτική.
Κατά τη διάρκεια μίας από τις τελευταίες του δημόσιες εμφανίσεις είχε υπερασπισθεί «το δικαίωμά του στο παραλήρημα» απευθύνοντας μήνυμα προς την ανθρωπότητα στην οποία αφιέρωσε δεκάδες βιβλία για την πολιτική, την ιστορία και το ποδόσφαιρο.
Τιμήθηκε δύο φορές (1975 και 1978) με το βραβείο Casa de las Americas (Κούβα), ένα από το παλαιότερα λογοτεχνικά βραβεία, και με το American Book Award του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον για την τριλογία του «Μνήμη της Φωτιάς».
Παντρεμένος και πατέρας τριών παιδιών, ο Εντουάρντο Γκαλεάνο θα ταφεί σήμερα στο Μοντεβιδέο.