Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Γιοσιχίντε Σούγκα, πρόβαλαν την «ενότητά» τους έναντι των «προκλήσεων» που εγείρει η Κίνα και διαβεβαίωσαν ότι θα διασφαλίσουν πως η περιφέρεια του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού θα είναι ειρηνική, ελεύθερη και ανοικτή, κατά την πρώτη τους κατ’ ιδίαν συνάντηση στον Λευκό Οίκο.
«Συμφωνήσαμε να αντιταχθούμε σε οποιαδήποτε προσπάθεια να μεταβληθεί το status quo στη Νότια Σινική Θάλασσα και στην Ανατολική Σινική Θάλασσα και στον εκφοβισμό και τον καταναγκασμό άλλων χωρών της περιφέρειας», σημείωσε ο κ. Σούγκα, ο οποίος εκφράστηκε στα ιαπωνικά και οι δηλώσεις του μεταφράζονταν στα αγγλικά από διερμηνέα στη διάρκεια της κοινής συνέντευξης Τύπου που παραχώρησαν οι δύο ηγέτες.
Η Κίνα θεωρεί σχεδόν όλη τη Νότια Σινική Θάλασσα τμήμα της δικής της επικράτειας και οι εντάσεις με άλλες χώρες της περιφέρειας έχουν κλιμακωθεί. Τμήματά της διεκδικούν, πέραν της Ιαπωνίας, οι Φιλιππίνες, η Μαλαισία, το Βιετνάμ, το Μπρουνέι και η Ταϊβάν.
«Δεσμευθήκαμε να συνεργαστούμε για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις από μέρους της Κίνας», είπε ο κ. Μπάιντεν, τονίζοντας ταυτόχρονα πόσο «ατσάλινη» είναι η συμμαχία των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας.
«Θα εργαστούμε μαζί για να επιδείξουμε ότι οι δημοκρατίες μπορούν να κερδίσουν στους ανταγωνισμούς του 21ου αιώνα και να φέρουν αποτελέσματα για τους λαούς τους», πρόσθεσε ο Αμερικανός πρόεδρος, επανερχόμενος στο λάιτ-μοτίφ του για την ιδεολογική σύγκρουση με τις χώρες που έχουν «αυταρχικά» καθεστώτα.
Η Ουάσιγκτον θεωρεί τον εαυτό της προστάτιδα δύναμη της Ιαπωνίας. Στην κοινή ανακοίνωση των κ.κ. Μπάιντεν και Σούγκα που δόθηκε στη δημοσιότητα μερικές ώρες μετά το πέρας της συνάντησης των ηγετών, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επαναλαμβάνει πως εγγυάται την άμυνα της Ιαπωνίας «με όλο το φάσμα» των στρατιωτικών της δυνατοτήτων, «συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών (όπλων)» της. Στο κείμενο διευκρινίζεται πως η διμερής συμφωνία για την ασφάλεια συμπεριλαμβάνει τις ακατοίκητες νησίδες Σενκάκου, στην Ανατολική Σινική Θάλασσα.
Σκάφη του κινεζικού λιμενικού εντοπίζονται συχνά τελευταία να πλέουν κοντά στις νησίδες αυτές, την κυριαρχία επί των οποίων διεκδικούν τόσο η Κίνα, όσο και η Ταϊβάν, όπου είναι αντίστοιχα γνωστές με τις ονομασίες Ντιαογιού και Ντιαογιουτάι.
«Μαζί, εναντιωνόμαστε σε οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια που επιδιώκει να υπονομεύσει την κυριαρχία της Ιαπωνίας επί των νήσων Σενκάκου», σύμφωνα με το κείμενο.
Το Τόκιο έχει εκφράσει ανησυχία για έναν νόμο που εγκρίθηκε από το Πεκίνο και επιτρέπει στο κινεζικό λιμενικό να χρησιμοποιεί όπλα εναντίον ξένων πλοίων.
Ο Γιοσιχίντε Σούγκα είναι ο πρώτος ξένος ηγέτης που συναντήθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Τζο Μπάιντεν αφότου ο Δημοκρατικός ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Ιανουάριο, επιλογή που είχε ξεκάθαρα σκοπό να δείξει την έμφαση που δίνει ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου στη συμμαχία αυτή, στην περιφέρεια της Ασίας, αλλά και στην αντιμετώπιση της Κίνας, στρατηγικού ανταγωνιστή υπ’ αριθμόν 1 για τις ΗΠΑ.
Εξάλλου τον Μάιο αναμένεται θα συναντηθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον κ. Μπάιντεν ο πρόεδρος της Νότιας Κορέας, ο Μουν Τζε-ιν.
Πέραν των άλλων, ο κ. Μπάιντεν είπε επίσης πως Ουάσιγκτον και Τόκιο θα επενδύσουν από κοινού για τη δημιουργία «ασφαλών και αξιόπιστων δικτύων 5G», κινητής τηλεφωνίας πέμπτης γενιάς. Στην κοινή ανακοίνωση, διευκρινίστηκε πως οι ΗΠΑ θα επενδύσουν 2,5 δισεκ. δολάρια και η Ιαπωνία 2 δισ. δολάρια.
Η κυβέρνηση του προκατόχου του Δημοκρατικού, του Ρεπουμπλικάνου Ντόναλντ Τραμπ, είχε αποδυθεί σε εκστρατεία πιέσεων στους συμμάχους των ΗΠΑ για να αποκλείσουν από τα δίκτυα 5G τη Huawei, τη γιγαντιαία κινεζική εταιρεία τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού που βρίσκεται στην πρωτοπορία στο πεδίο αυτό. Ο Τζο Μπάιντεν επέλεξε να συνεχίσει την επίθεση.
Οι δύο ηγέτες αναφέρθηκαν επίσης στην αυξανόμενη ένταση ως προς την Ταϊβάν, και στην αντιμετώπιση της Βόρειας Κορέας, κάτι για το οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος αναμένεται να παρουσιάσει τα σχέδιά του προσεχώς.
Αντιδρώντας τόσο στις δηλώσεις τους όσο και στην κοινή ανακοίνωση που δημοσιοποίησαν ο Αμερικανός πρόεδρος και ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, η πρεσβεία της Κίνας στην Ουάσιγκτον κατήγγειλε ότι οι τοποθετήσεις τους ξεπερνούν τα όρια των ομαλών διμερών σχέσεων, πλήττουν συμφέροντα τρίτων χωρών και «απειλούν την ειρήνη και τη σταθερότητα» στην περιφέρεια της Ασίας.