Οι αιγύπτιοι πολίτες καλούνται στις κάλπες τη Δευτέρα για να εκλέξουν το νέο πρόεδρο της χώρας σε μια διαδικασία όπου αναμένεται να επικρατήσει ο πρώην επικεφαλής του στρατού Αμπντέλ Φατάχ αλ – Σίσι, τρία χρόνια μετά τη λαϊκή εξέγερση που ανέτρεψε τον Χόσνι Μπουμπάρακ και δημιούργησε ελπίδες δημοκρατίας χωρίς τη στρατιωτική επιρροή.
Ο αλ – Σίισι θεωρείται ευρέως ως de facto ηγέτης της Αιγύπτου από τη στιγμή της ανατροπής τον περασμένο Ιούλιο, με παρέμβαση του στρατού, του ισλαμιστή προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι και την κλιμάκωση της βίας με την Μουσουλμανική Αδελφότητα στο πιο αιματηρό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας της χώρας εν καιρώ ειρήνης.
«Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Αίγυπτος είναι τόσες πολλές», είπε σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Ρόιτερς ο αλ-Σίσι. «Πιστεύω ότι μέσα σε δύο χρόνια με σοβαρή και συνεχή δουλειά μπορούμε να επιτύχουμε τη βελτίωση που αναζητούν οι αιγύπτιοι» συμπλήρωσε ο πρώην επικεφαλής του στρατού και προεδρικός υποψήφιος.
Ο μοναδικός αντίπαλος του αλ-Σίσι είναι ο Χαμντέν Σαμπάχι , ένας αριστερός πολιτικός, ο οποίος τερμάτισε τρίτος στις εκλογές του 2012, οι οποίες έφεραν στην εξουσία τον Μόρσι. Τα εκλογικά κέντρα ανοίγουν στις 9 π.μ. τοπική ώρα και ώρα Ελλάδας και παρόλο που το αποτέλεσμα εμφανίζεται ως προκαθορισμένο ένα πιθανό μεγάλο ποσοστό υπέρ του αλ-Σίσι θα θεωρηθεί ως ισχυρή εντολή για τον νέο πρόεδρο.
Οι υποστηρικτές θεωρούν πως ο αλ-Σίσι, ο οποίος παραιτήθηκε από την ηγεσία του στρατού το προηγούμενο διάστημα, είναι η αποφασιστική προσωπικότητα που μπορεί να σταθεροποιήσει την Αίγυπτο, που είναι χώρα στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ στην καρδιά του αραβικού κόσμου. Οι αντίπαλοί του, ως επί το πλείστον η ισλαμική αντιπολίτευση, λένε ότι είναι ο νυν προεδρικός υποψήφιος εγκέφαλος ενός πραξικοπήματος που έκλεψε την εξουσία από τον πρώτο ελεύθερα εκλεγμένο ηγέτη της Αιγύπτου, τον Μοχάμεντ Μόρσι.
«Οι προεδρικές εκλογές της Αιγύπτου δεν θα εξαλείψουν τα προβλήματα με τα ανθρώπινα δικαιώματα» ανέφερε σε ανακοίνωσή της η Διεθνής Αμνηστία. Τα μέλη του κινήματος υπέρ της δημοκρατίας που ηγήθηκαν των διαδηλώσεων εναντίον του Μουμπάρακ το 2011, έχουν φυλακιστεί και πολλές περιπτώσεις βασανιστηρίων από τις υπηρεσίες ασφαλείας έχουν καταγγελθεί από ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων.