Από τη μία ο αριθμός των χωρών όπου καλλιεργούνται γενετικά τροποποιημένα είδη έχει μειωθεί ελαφρά. Από την άλλη όμως, η επιφάνεια που καταλαμβάνουν οι εκτάσεις με τέτοιες καλλιέργειες αυξάνεται διαρκώς. Τις συγκεκριμένες… αντιθέσεις αναφέρει στην έκθεση της η διεθνής ομοσπονδία των Φίλων της Γης που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η μη κυβερνητική οργάνωση σημειώνει ότι το 2013 «18 εκατομμύρια αγρότες καλλιεργούσαν γενετικώς τροποποιημένα προϊόντα σε 27 χώρες». Ο αριθμός των καλλιεργητών αυτών αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 1% του συνόλου των αγροτών παγκοσμίως.
Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίας για την απόκτηση αγροβιοτεχνολογικών εφαρμογών (Isaaa), η οποία δημοσιεύει μια ετήσια έκθεση στην οποία βασίζονται οι Φίλοι της Γης, το 2012 καλλιεργούνταν γενετικά τροποποιημένα είδη σε 28 χώρες. Οι χώρες αυτές ήταν 29 το 2011 και 25 το 2008. Ορισμένες χώρες διέκοψαν ή ανέστειλαν αυτές τις καλλιέργειες, όπως η Πολωνία και η Αίγυπτος.
Η συνολική έκταση των καλλιεργειών πάντως συνεχίζει να αυξάνεται, φτάνοντας το 1,75 δισεκατομμύριο στρέμματα το 2013, κυρίως λόγω της επέκτασής τους σε αναδυόμενες χώρες όπως η Βραζιλία. Στις καλλιέργειες αυτές κυριαρχούν τέσσερα φυτά: η σόγια, ο αραβόσιτος, το βαμβάκι και η κράμβη. Άνω του 99% των προϊόντων αυτών είναι ανθεκτικά στα ζιζανιοκτόνα, στα έντομα ή και στα δύο.
Το 80% των καλλιεργειών είναι συγκεντρωμένο σε έξι χώρες: στις ΗΠΑ (40%), τη Βραζιλία (23%), την Αργεντινή (14%), την Ινδία (6%), τον Καναδά (6%) και την Κίνα (2%).
Ένα πολύ μικρό ποσοστό προέρχεται από χώρες της Ευρώπης όπου το 2013 οι καλλιέργειες αυτές έφταναν το 1,480 εκατομμύριο στρέμματα. Τη μερίδα του λέοντος παρήγε η Ισπανία (1,360 εκ. στρέμματα) και ακολουθούν η Πορτογαλία, η Τσεχία, η Ρουμανία και η Σλοβακία. Στην Αφρική, μόνο τρεις χώρες παράγουν γενετικά τροποποιημένα είδη: η Νότια Αφρική, η Μπουρκίνα Φάσο και το Σουδάν.
Στην Ασία, βαμβάκι ανθεκτικό στα έντομα καλλιεργείται στην Ινδία, την Κίνα, το Πακιστάν και τη Μιανμάρ ενώ στις Φιλιππίνες καλλιεργείται γενετικά τροποποιημένο καλαμπόκι.