Η αυστραλιανή Γερουσία καταψήφισε με 39 ψήφους κατά και 29 υπέρ, το κυβερνητικό νομοσχέδιο για την κατάργηση του φόρου ρύπανσης του περιβάλλοντος.
Όπως αναμενόταν, το Εργατικό Κόμμα και οι Πράσινοι συνασπίστηκαν στη Γερουσία και καταψήφισαν το νομοσχέδιο, αναστέλλοντας με την αρνητική ψήφο τους την υλοποίηση της βασικής προεκλογικής υπόσχεσης του Συνασπισμού.
Ο φόρος ρύπανσης του περιβάλλοντος από ρυπογόνες βιομηχανίες επιβλήθηκε από την κυβέρνηση Γκίλαρντ το 2012, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις με τους Πράσινους, με σαφή στόχο τη βαθμιαία μείωση μόλυνσης του περιβάλλοντος με τη χρησιμοποίηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Οι ρυπογόνες βιομηχανίες υποχρεώνονται να πληρώνουν 25 δολάρια ανά τόνο ρύπων, αλλά και να εμπορεύονται τους ρύπους, αν δεν ξεπερνούν τα ανώτατο όριο, που καθορίζει ο σχετικός νόμος.
Ο Συνασπισμός αντιτάχθηκε στον φόρο ρύπανσης, με τον ισχυρισμό ότι αυξάνει το κόστος παραγωγής -κυρίως ηλεκτρικής ενέργειας- και επιβαρύνει, ως εκ τούτου, τα κόστη λειτουργίας της βιομηχανίας, τα οποία μεταβιβάζονται στους καταναλωτές.
Η κατάργηση του φόρου ρύπανσης ήταν αιχμή της προεκλογικής εκστρατείας του Συνασπισμού. Προεκλογικά, ο κ. Άμποτ ανακοίνωσε την εναλλακτική περιβαλλοντική πολιτική της συντηρητικής παράταξης «Direct Action», «ως φθηνότερη και αποτελεσματικότερη» πολιτική από τον φόρο ρύπανσης.
Το Εργατικό Κόμμα και οι Πράσινοι απέρριψαν εξαρχής την πολιτική του Συνασπισμού, χαρακτηρίζοντάς την «δαπανηρή και αναποτελεσματική».
Ο σκιώδης υπουργός Κλιματικής Αλλαγής, Τέρι Μπάτλερ, δήλωνε, μετά το πέρας της ψηφοφορίας, ότι «το Εργατικό Κόμμα δεν μπορεί να στηρίξει την κατάργηση του φόρου ρύπανσης, διότι δεν υπάρχει εναλλακτική πολιτική».
Ο υπουργός Περιβάλλοντος, Γκρέγκ Χαντ, κατηγορεί τους Εργατικούς και τους Πράσινους για άρνηση να σεβαστούν την εντολή, που έδωσε ο λαός στην κυβέρνηση, να καταργήσει το φόρο ρύπανσης.
Η κυβέρνηση θα επαναφέρει το νομοσχέδιο στη βουλή, επιδιώκοντας την άσκηση πίεσης στα κόμματα της αντιπολίτευσης να το ψηφίσουν, προκειμένου να αποτρέψουν νέα προσφυγή στις κάλπες.
Πολιτικοί αναλυτές σχολιάζουν, ότι η κυβέρνηση ενδέχεται να χρησιμοποιήσει τα αρνητικά αποτελέσματα των δύο ψηφοφοριών στη Γερουσία, ως αφορμές για προκήρυξη πρόωρων εκλογών.