Η Ευρωπαϊκή Ένωση «ανησυχεί σοβαρά» για την μεταχείριση των αρχών της Κίνας έναντι των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα εν μέσω της έξαρσης δικών και συλλήψεων στη χώρα, τόνισε η Ύπατη Εκπρόσωπος της ΕΕ για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) Κάθριν Άστον.
Αντιδρώντας στην εκστρατεία καταστολής που διεξάγει το Πεκίνο σε βάρος γνωστών ακτιβιστών η Άστον κάλεσε την κινεζική κυβέρνηση να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και να απελευθερώσει όλους όσοι έχουν φυλακιστεί ή συλληφθεί διότι διαμαρτυρήθηκαν ή διαδήλωσαν ειρηνικά.
Η ανακοίνωση αυτή, η οποία εκδόθηκε αργά χθες Σάββατο, αποτελεί μια σπάνια δημόσια εκδήλωση κριτικής της ΕΕ έναντι της Κίνας. Η σχέση του Πεκίνου με τις Βρυξέλλες είχε γίνει θερμότερη τα τελευταία χρόνια, καθώς οι εμπορικές συναλλαγές των δύο εταίρων έχουν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία.
Στην Κίνα παραχωρήθηκε μια έδρα στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ τον Νοέμβριο, αφού δεσμεύτηκε υπέρ της προώθησης και της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών του κινεζικού λαού, αν και διαδηλωτές και ακτιβιστές είχαν αμφισβητήσει έντονα την ειλικρίνεια των δηλώσεων του Πεκίνου.
Η Κίνα καταδίκασε την περασμένη εβδομάδα δύο ακτιβιστές για το ρόλο τους στη διοργάνωση διαμαρτυριών και εκκλήσεων οι αξιωματούχοι να δώσουν στην δημοσιότητα στοιχεία για την περιουσιακή τους κατάσταση.
Μερικές ημέρες νωρίτερα οι αρχές καταδίκασαν του Σου Ζιγιόνγκ σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση μετά την εκστρατεία του για την προάσπιση των παιδιών από επαρχιακές περιοχές, που καλούσε να μορφώνονται σε πόλεις, αλλά και το αίτημά του προς τους δημόσιους λειτουργούν να δώσουν στοιχεία για το πόθεν έσχες τους.
Η Άστον επισήμανε στην ανακοίνωσή της ότι ο Σου «συνηγορούσε ειρηνικά υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και υπέρ μιας κοινωνίας η οποία θα εδράζεται στο κράτος δικαίου». Πρόσθεσε ότι η ΕΕ ανησυχεί για την κατάσταση της υγείας ορισμένων γνωστών ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα και των οικογενειών τους, που τελούν υπό κατ’ οίκον περιορισμό ή έχουν φυλακιστεί χωρίς να τους παρέχονται επαρκής ιατρική φροντίδα και φάρμακα.