Η κυβέρνηση των ΗΠΑ άνοιξε εκ νέου χθες Τετάρτη αμερικανικό προξενείο στη Γροιλανδία, ανακοίνωσε ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, στο πλαίσιο της προσπάθειας που καταβάλλει η Ουάσινγκτον να ενισχύσει την παρουσία της στην περιοχή της Αρκτικής, εν μέσω του ανταγωνισμού με τη Ρωσία και την Κίνα για επιρροή και έλεγχο στην περιοχή.
Η κίνηση αντανακλά «τη δέσμευση της Αμερικής να βαθύνει τη συνεργασία μας με τον λαό της Γροιλανδίας και ολόκληρου του βασιλείου της Δανίας», ανέφερε ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας σε ανακοίνωση που δημοσιοποίησε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
«Η παρουσία μας στην (πρωτεύουσα της Γροιλανδίας) Νούουκ θα βελτιώσει την ευημερία που μοιραζόμαστε στη Δανία και τη Γροιλανδία, καθώς συνεργαζόμαστε μαζί με άλλους συμμάχους και εταίρους μας στην Αρκτική για να εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης στην περιοχή», πρόσθεσε ο Πομπέο, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ.
Η εξέλιξη καταγράφεται έναν χρόνο μετά τη δήλωση του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ πως η χώρα του θα πρότεινε να αγοράσει τη Γροιλανδία από τη Δανία, ιδέα που απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από την Κοπεγχάγη. Αντιδρώντας, ο Ρεπουμπλικάνος αρχηγός του κράτους ακύρωσε προγραμματισμένη επίσημη επίσκεψή του στο βασίλειο.
Η αμερικανική κυβέρνηση είχε καταστήσει σαφές πως θεωρούσε ότι η πρόταση αφορούσε «μια μεγάλη συμφωνία αγοραπωλησίας γης» — ορολογία που παρέπεμπε στο παρελθόν του Τραμπ στον τομέα των ακινήτων.
Η πρωθυπουργός της Δανίας Μέτε Φρέντεριξεν όμως χαρακτήρισε την πρόταση «αλλόκοτη», και ο Τραμπ ανταπάντησε αποκαλώντας την «αγενή». Διπλωματικές επαφές συνέβαλαν οι δύο χώρες να βάλουν στην άκρη τη διένεξη.
Η αχανής περιοχή, που καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της από πάγο, μεταξύ του βόρειου Ατλαντικού και της Αρκτικής, απολαύει ευρεία αυτονομία, αν και η Δανία χειρίζεται πάντα τις διεθνείς σχέσεις της, την άμυνά της και τη νομισματική πολιτική, μεταξύ άλλων.
Η Αρκτική έχει μετατραπεί σε πεδίο γεωπολιτικού ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.
Οι ΗΠΑ διατηρούσαν προξενείο στη Νούουκ τις δεκαετίες του 1940 και του 1950, που είχαν ανοίξει εν μέρει ώστε να έχουν μια θέση στη Γροιλανδία για να αμυνθούν σε περίπτωση εφόδου της ναζιστικής Γερμανίας στο βασίλειο.