Στις ημέρες της πανδημίας του κορονοϊού έγιναν πολλές «ανασκαφές» στο παρελθόν για αντίστοιχες ασθένειες που συγκλόνισαν τον πλανήτη. Μια από αυτές, λιγότερο προβεβλημένη, αφορά την επιδημία της ευλογιάς που συγκλόνισε τη Γιουγκοσλαβία το 1972.
Τον Ιανουάριο εκείνου του έτους, ο Ιμπραήμ Χότι, εύπορος σιτέμπορος από το χωριό Ντάνιανε του Κοσόβου, ετοιμαζόταν για να πραγματοποιήσει το σημαντικότερο ταξίδι στη ζωή του. Να μεταβεί στη Μέκκα και τη Μεδίνα. Ένα ταξίδι, που αποτελεί μία από τις πέντε υποχρεώσεις που -όπως ορίζει το Κοράνι- κάθε μουσουλμάνος, μια φορά στη ζωή του, οφείλει να εκπληρώσει, εφόσον έχει τη δυνατότητα.
Ο 35χρονος τότε Χότι δεν φανταζόταν ότι επιστρέφοντας στη Γιουγκοσλαβία θα έφερνε μαζί του και τον ιό της ευλογιάς (Variola Vera), που για την Ευρώπη αποτελούσε μακρινό παρελθόν. Στις 15 Φεβρουαρίου, θα έφτανε στο χωριό του, όπου τον επισκέπτονται συγγενείς και φίλοι για να του ευχηθούν για το «Χατζ» και να ακούσουν τις διηγήσεις του από την επίσκεψη στους Αγίους Τόπους των μουσουλμάνων. Δύο ημέρες αργότερα εμφανίζει ρίγη και πόνους στο σώμα. «Κοιμόμουν αγκαλιά με την ξυλόσομπα», δηλώνει αργότερα στις υγειονομικές Αρχές. Τα συμπτώματα δεν είναι τόσο έντονα και δεν επισκέπτεται γιατρό.
Στις 21 Φεβρουαρίου, μεταβαίνει στη λαϊκή αγορά στην πόλη Τζακόβιτσα. Δεκάδες γνωστοί και άγνωστοι τον συγχαίρουν και συγκεντρώνονται γύρω του για να ακούσουν τι είδε και τι έζησε. Μεταξύ αυτών και ο 30χρονος δάσκαλος από το Νόβι Πάζαρ, Λάτιφ Μούμτζιτς, που ήταν το πρώτο θύμα της ευλογιάς.
Από τα τέλη Φεβρουαρίου η νόσος αρχίζει να εξαπλώνεται ραγδαία σε διάφορες περιοχές του Κοσόβου, της νότιας και κεντρικής Σερβίας όπως και στο Βελιγράδι. Τα άτομα που ήρθαν σε επαφή με το Ιμπραήμ Χότι λειτουργούσαν ως κινούμενη ωρολογιακή βόμβα διασπείροντας τον ιό. Οι υγειονομικές υπηρεσίες δεν υποψιάζονται ακόμη τον κίνδυνο… Ο θάνατος του νεαρού δασκάλου, Λάτιφ Μούμτζιτς, στις 10 Μαρτίου, επίσημα καταγράφηκε στο ιατρικό πόρισμα ως «αντίδραση στην πενικιλίνη».
Στις 14 Μαρτίου, όταν άρχισαν να φτάνουν μαζικά ασθενείς στα νοσοκομεία του Πρίζρεν, του Οράχοβατς και της Τζακόβιτσα διαπιστώθηκε εργαστηριακά ότι πρόκειται για ευλογιά, μία επικίνδυνη μολυσματική ασθένεια, όπου το ποσοστό θνητότητας από τον ιό μπορεί να φτάσει το 30% με 35%. Οι τρεις αυτές πόλεις του Κοσόβου αμέσως τίθενται σε καραντίνα.
Στις 24 Μαρτίου φεύγουν από τη ζωή λόγω ευλογιάς μία νοσοκόμα στο νοσοκομείο του Τσάτσακ και μία στο Βελιγράδι. Και οι δύο είχαν έρθει σε επαφή με τον δάσκαλο Λάτιφ Μούμτζιτς και τον αδελφό του Νέτζιμπ, ο οποίος επίσης προσβλήθηκε από την ευλογιά και πεθαίνει.
Στις 25 Μαρτίου κηρύσσεται σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία κατάσταση επιδημίας.
«Μέσα σε λίγες ημέρες εμβολιάστηκαν 18 εκατομμύρια πολίτες»
Οργανωτικά, το σύστημα υγείας λειτούργησε άψογα, αναφέρει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διακεκριμένος επιδημιολόγος Ζόραν Ραντοβάνοβιτς, ο οποίος τότε ως νεαρός γιατρός συμμετείχε στην ομάδα των ειδικών που διαχειρίζονταν την επιδημία.
«Υπήρχε λεπτομερές πρωτόκολλο για την αντιμετώπιση επιδημιών που εφαρμόστηκε. Το σύστημα υγείας ήταν τότε καλύτερα οργανωμένο. Επίσης, σημαντική ήταν και η αρωγή από το εξωτερικό, κυρίως σε εμβόλια. Μέσα σε λίγες ημέρες εμβολιάστηκαν 18 εκατομμύρια πολίτες, κάτι που είναι εντυπωσιακό», επισημαίνει ο 80χρονος επιδημιολόγος.
Αρχίζοντας τη συζήτηση με τον Ραντοβάνοβιτς, εύλογα προκαλείται το ερώτημα: «Πώς συνέβη και νόσησε ο Ιμπραήμ Χότι, αφού υπήρχε τότε υποχρέωση εμβολιασμού για όσους ταξιδεύουν στη Μέση Ανατολή»; Όπως επίσης και η απορία: «Αφού νόσησε γιατί δεν παρουσίασε τα συνήθη συμπτώματα της ευλογιάς ώστε να υποψιαστούν οι γιατροί ότι πρόκειται για ιογενή νόσο;».
Ο επιδημιολόγος δίνει μια ενδιαφέρουσα απάντηση που αναδεικνύει τη διαχρονικότητα της αντίστασης κατά του εμβολιασμού που ακόμη και όταν γίνεται ασυναίσθητα μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες. «Υπήρχε από τα τέλη του 1970 επισήμανση από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για κρούσματα ευλογιάς σε χώρες της Μέσης Ανατολής. Στη Γιουγκοσλαβία ήταν υποχρεωτικός ο εμβολιασμός για όσους ταξιδεύουν στην πληττόμενη περιοχή. Ο Ιμπραήμ Χότι μετέβη στα μέσα Δεκεμβρίου του 1971 σε νοσοκομείο στα Σκόπια για να εμβολιαστεί.
Στον θάλαμο αναμονής συνομίλησε με κάποιο, άγνωστο για τις Αρχές, άτομο που του είπε ότι το εμβόλιο μπορεί να βλάψει την υγεία του, ότι μπορεί να εκδηλωθούν παρενέργειες, να αρρωστήσει και να μην προλάβει να πάει στη Μέκκα. Αυτός θορυβήθηκε αλλά έκανε το εμβόλιο για να πάρει τη βεβαίωση για τα σύνορα. Ο εμβολιασμός τότε γινόταν με τη μέθοδο του σκαριφισμού στο δέρμα, όπου εμφυτεύονταν αδύναμο στοιχείο του ιού», εξηγεί.
«Ο Χότι», συνεχίζει, «μετά τον εμβολιασμό του έλαβε τη βεβαίωση, βγήκε από το νοσοκομείο και αμέσως πήγε σε παρακείμενο φαρμακείο, όπου αγόρασε οινόπνευμα και βαμβάκι και καθάρισε το σημείο. Συνεπώς δεν προστατευόταν πλήρως από τον ιό, μπορούσε να γίνει φορέας, αλλά ένα μικρό ποσοστό του εμβολίου εισχώρησε στο σώμα και πιθανότατα προστάτευσε τον ίδιο, γι’ αυτό παρουσίασε ήπια κλινική εικόνα και επέζησε».
Στη Γιουγκοσλαβία τότε νόσησαν 184 άτομα, ενώ 40 (21,7%) ασθενείς απεβίωσαν. Χιλιάδες άτομα τέθηκαν σε υποχρεωτική απομόνωση, ολόκληρες περιοχές και πόλεις αποκλείστηκαν. Οι περισσότερες πόλεις του Κοσόβου, όπως επίσης το Νόβι Πάζαρ, το Τσάτσακ και το Βελιγράδι, τέθηκαν σε καραντίνα. Ο εμβολιασμός κατά της ευλογιάς ήταν υποχρεωτικός. Χιλιομετρικές ουρές από ανθρώπους που περίμεναν να εμβολιαστούν σχηματίζονταν σε διάφορα σημεία της πρωτεύουσας, όπου στήθηκαν προσωρινά ιατρικά συνεργεία. Στην είσοδο των πόλεων , ο στρατός έστησε οδοφράγματα και επέτρεπε την είσοδο ή την έξοδο μόνο με την επίδειξη της βεβαίωσης εμβολιασμού.
Η επιδημία είχε διάρκεια δύο μηνών
Στη συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Ζόραν Ραντοβάντοβιτς θυμάται: «Ο κόσμος είχε ανησυχήσει αλλά είχε εμπιστοσύνη στις υγειονομικές αρχές. Περίμεναν υπομονετικά πολλές ώρες για να εμβολιαστούν. Ο στρατός και η αστυνομία είχαν επίσης σημαντικό ρόλο στον εντοπισμό όλων των επαφών που είχαν κάνει εκείνοι που νόσησαν και στον αποκλεισμό των περιοχών που κηρύχθηκαν εστία επιδημίας. Γι’ αυτό και περιορίστηκε η διάδοση της νόσου και δεν εξαπλώθηκε σε άλλες δημοκρατίες της τότε Γιουγκοσλαβίας».
Επισημαίνει δε, τη σημασία που έχει η προετοιμασία του συστήματος υγείας για την αντιμετώπιση τέτοιων επιδημιών προτού ακόμη εκδηλωθούν και η συνεργασία σε διεθνές επίπεδο. «Το 1961 παρουσιάστηκε ένα κρούσμα ευλογιάς στη Γερμανία. Αμέσως μόλις ενημερώθηκε για το περιστατικό η Γραμματεία Δημόσιας Υγείας της Γιουγκοσλαβίας, έστειλε στη Γερμανία μία ομάδα γιατρών αποτελούμενη από επιδημιολόγους και ιολόγους να παρακολουθήσουν την κατάσταση. Η εμπειρία που απέκτησαν για τον τρόπο χειρισμού της κρίσης ήταν πολύ σημαντική για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η επιδημία στη χώρα μας έντεκα χρόνια αργότερα», επισημαίνει ο Ζόραν Ραντοβάνοβιτς.
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Από τους Γερμανούς μάθαμε ότι η απομόνωση των επαφών όσων νόσησαν είναι καλύτερο να γίνεται σε μονόκλινα ή το πολύ δίκλινα δωμάτια ξενοδοχείων παρά σε στρατώνες και μεγάλες εκθεσιακές αίθουσες, όπως εμείς σχεδιάζαμε. Είναι ευκολότερο αν νοσήσει κάποιος να αποκλείσεις ένα δωμάτιο παρά μία μεγάλη αίθουσα, όπου συν τοις άλλοις μπορεί να κολλήσουν πολλά άτομα ταυτόχρονα, ενώ δεν μπορούν να δημιουργηθούν σε τέτοιους χώρους οι κατάλληλες συνθήκες υγιεινής».
Η επιδημία της ευλογιάς που έπληξε τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, το 1972, επίσημα κράτησε δύο μήνες. Έληξε στις 23 Μαΐου, αφού για τρεις εβδομάδες δεν καταγράφηκε κανένα νέο κρούσμα. Ο Π.Ο.Υ. συνεχάρη τις γιουγκοσλαβικές αρχές για την ταχεία αντιμετώπιση της επιδημίας. Από τότε και μέχρι τη διάλυση της χώρας το 1990, στην επιτροπή για τις πανδημίες του Π.Ο.Υ. υπήρχε πάντα ένα μέλος από τη Γιουγκοσλαβία.
Κάνοντας μία αποτίμηση της κατάσταση που αντιμετώπισε κατά την καταπολέμηση της επιδημίας του 1972 που έπληξε την Γιουγκοσλαβία, ο καθηγητής Ζόραν Ραντοβάνοβιτς επισημαίνει μία βασική αρχή που έχει αξία και σήμερα για την αντιμετώπιση ανάλογων επιδημιών. «Ο κόσμος τότε είχε εμπιστοσύνη στους γιατρούς, στο σύστημα υγείας και στις αυθεντίες. Σήμερα δεν εμπιστεύεται κανέναν. Μία βασική αξία είναι: να λέτε την αλήθεια. Να σέβεστε τους πολίτες και να μην προσπαθείτε να τους παραπλανήσετε», υπογραμμίζει στην συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Ο διακεκριμένος επιδημιολόγος της πρώην Γιουγκοσλαβίας ζητήθηκε να εκτιμήσει τη σημερινή κατάσταση με τον κορονοϊό, ιδιαίτερα για τα Βαλκάνια. Τόνισε ότι είναι νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή επιστημονικά συμπεράσματα για τους λόγους που το πρώτο «κύμα» της πανδημίας της Covid-19 δεν έπληξε τη Νοτιοανατολική Ευρώπη με την ίδια ένταση που έπληξε την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Υπέθεσε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψιν και κοινωνικοί παράγοντες, όπως το γεγονός ότι οι λαοί της περιοχής έμαθαν ιστορικά να πειθαρχούν ευκολότερα στους περιορισμούς απ’ ό,τι οι Δυτικοευρωπαίοι.
Επιδημιολογικά πάντως συνέστησε προσοχή γιατί στο άμεσο μέλλον η κατάσταση μπορεί να είναι αντίστροφη. «Το γεγονός ότι η επιδημία του κορονοϊού εκδηλώθηκε σε ήπια μορφή στην Νοτιοανατολική Ευρώπη δεν πρέπει να προκαλεί εφησυχασμό. Όταν θα φτάσει το δεύτερο “κύμα” στο τέλος του φθινοπώρου μπορεί εμείς να βρεθούμε στην κατάσταση της Ιταλίας και της Ισπανία διότι το ποσοστό ανοσίας στο γενικό πληθυσμό είναι πολύ χαμηλό στην περιοχή μας. Ιδιαίτερα στην Σερβία χρειάζεται προσοχή, γιατί με τα μέτρα που ελήφθησαν, οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών, για περισσότερο από ενάμισι μήνα ήταν εντελώς απομονωμένοι και δεν δημιούργησαν αντισώματα», προειδοποιεί ο επιδημιολόγος.
* Ο επιδημιολόγος Ζόραν Ραντοβάνοβιτς γεννήθηκε το 1940. Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου όπου μέχρι το 2000 ήταν τακτικός καθηγητής. Δίδαξε επίσης σε πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Μέχρι το 2007 ήταν τακτικός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κουβέιτ. Συμμετείχε σε δεκάδες διεθνής αποστολές στην Ινδία και άλλες χώρες τις Άπω και Μέσης Ανατολής όπου συμμετείχε στην καταπολέμηση επιδημιών. Έχει πλούσια βιβλιογραφία με αντικείμενο τις επιδημίες και δημοσίευσε περίπου 300 μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά διεθνούς κύρους. Το 1972 ήταν επικεφαλής του προσωρινού κέντρου νοσηλείας ασθενών από ευλογιά στα Άβαλα, έξω από το Βελιγράδι και των ξενοδοχείων καραντίνας χωρητικότητας χιλίων κλινών.
(Η φωτογραφία του Ζόραν Ραντοβάνοβιτς είναι παραχώρηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ)