Σαράντα εννιά χρόνια αφότου ο βρετανός φυσικός Peter Higgs δημοσιοποίησε την έρευνά του γύρω από το μποζόνιο Higgs, ή αλλιώς όπως είναι ευρύτερα γνωστό το «σωματίδιο του Θεού», η Ακαδημία Βραβείων Νόμπελ αποφάσισε να τον τιμήσει με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής.
Ο ίδιος μιλώντας πρόσφατα στον Guardian, με αφορμή τη βράβευσή του, αποκάλυψε ότι πιστεύει πως κανένα πανεπιστήμιο δεν θα τον προσλάμβανε σήμερα, καθώς για το ακαδημαϊκό σύστημα δε θεωρείται πια «αρκετά παραγωγικός».
Ο ομότιμος καθηγητής του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, που δεν έχει στείλει ποτέ του email, δεν έχει «σερφάρει» ποτέ στο διαδίκτυο και δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ κινητό τηλέφωνο, έχει λιγότερες από 10 επιστημονικές δημοσιεύσεις από την πρωτοποριακή εργασία του το 1964 γύρω από το μποζόνιο, που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο συγκροτείται η ύλη προσδίδοντάς της ιδιότητες, όπως για παράδειγμα η μάζα, και το οποίο πήρε το όνομά του.
Ο Higgs εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με το αν κάποιος επιστήμονας θα μπορούσε να κάνει μια ανάλογη ανακάλυψη σήμερα, «εξαιτίας των προσδοκιών που επιβάλλει το σημερινό ακαδημαϊκό σύστημα στους επιστήμονες, οι οποίοι καλούνται να συνεργάζονται μεταξύ τους και να γεννούν εργασίες».
«Είναι δύσκολο να φανταστώ πώς θα μπορούσα να έχω αρκετή ησυχία και γαλήνη για να δουλέψω όπως το 1964, με τις σημερινές συνθήκες» είπε χαρακτηριστικά στη δημοσιογράφο Decca Aitkenhead.
Ο ίδιος έχει μετανιώσει ακόμη για το γεγονός ότι το σωματίδιο που ανακάλυψε το 1964, έγινε ευρύτερα γνωστό ως «το σωματίδιο του Θεού».
«Ορισμένοι άνθρωποι μπερδεύουν τη φυσική και την επιστήμη με τη θεολογία. Ισχυρίζονται ότι αυτό που έγινε στο Cern αποδεικνύει την ύπαρξη του Θεού» είπε ακόμη.
Ο Peter Higgs ήταν άθεος από την ηλικία των 10 ετών και φοβάται ότι το εκλαϊκευμένο αυτό όνομα που δόθηκε στο μποζόνιο «ενισχύει τη μπερδεμένη σκέψη στο μυαλό των ανθρώπων, οι οποίοι ήδη σκέφτονται με συγκεχυμένο τρόπο. Αν πιστεύουν ακόμη την ιστορία για τη δημιουργία του κόσμου μέσα σε εφτά μέρες, μπορούν να θεωρηθούν έξυπνοι;» πρόσθεσε.
Το διαζύγιό του από τη σύζυγό του, μια αμερικανίδα γλωσσολόγο, τη δεκαετία του 1970 τον «βύθισε» στην κατάθλιψη για πολλά χρόνια, ενώ μη έχοντας σπουδάσει σωματιδιακή φυσική σε επίπεδο διδακτορικού, δυσκολευόταν να συμβαδίσει με τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα του.
«Έμεινα πίσω και δεν κατάφερα να τα “πιάσω” ποτέ. Έχω αυτήν την… ανικανότητα» λέει σήμερα.
Η απροθυμία του να «αγκαλιάσει» τις τεχνολογικές εξελίξεις τον συνοδεύει και στην καθημερινή του ζωή. «Ο πατέρας μου έλεγε ότι όσο περισσότερα gadgets έχουμε, τόσο λιγότερο σκεφτόμαστε. Συμφωνώ μαζί του».
Τι κι αν ο γιος του, του έδωσε ένα κινητό τηλέφωνο πριν από δύο μήνες. Ακόμη δεν το έχει χρησιμοποιήσει και κανένας από την οικογένειά του δε γνωρίζει το νούμερο. «Αρνούμαι να με ενοχλούν με αυτόν τον τρόπο. Γιατί θα πρέπει οι άνθρωποι να με διακόπτουν και να εισβάλλουν στη ζωή μου έτσι; Επειδή απλά θέλουν να μείνουν σε επαφή; Αφού εγώ δεν θέλω» είπε και συνέχισε: «Δεν το δέχομαι. Δεν είμαι αναγκασμένος να το δεχτώ».
Στο σπίτι του δεν έχει καν τηλεόραση, κι αυτό όχι γιατί δεν ενδιαφέρεται για το τι συμβαίνει στον έξω κόσμο, αλλά γιατί πιστεύει ότι η τηλεόραση δεν είναι ο «έξω κόσμος». «Πιστεύω ότι είναι κάτι τεχνητό».
Την ημέρα της ανακοίνωσης του ονόματός του από την Ακαδημία Νόμπελ, ο Higgs δεν ξαφνιάστηκε. Αντίθετα, το περίμενε. Πήγε για φαγητό στο Leith και όταν μια παλιά γειτόνισσά του τού ανακοίνωσε τα νέα, παρότι κατάλαβε ακριβώς περί τίνος επρόκειτο, της απάντησε: «Ποιο βραβείο;».
Μέσα του όμως ένιωσε «ανακούφιση, επειδή η αναμονή έλαβε τέλος».
Σύμφωνα με ένα «μύθο», όπως τον αποκαλεί ο ίδιος, η έμπνευση για τη θεωρία που του χάρισε το βραβείο Νόμπελ, ήρθε ενώ έκανε περίπατο στην περιοχή Cairngorms της Σκοτίας. Μάλιστα, στη συνέχεια ήταν τόσο απορροφημένος και βυθισμένος στην έρευνά του, «χαμένος» μέσα σε δεκάδες βιβλία σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, που έχασε τη γέννηση του πρώτου του γιου.
Ο Higgs δεν έχει ιδέα πώς ξεκίνησε και επικράτησε αυτός ο μύθος. Ο ίδιος, όπως είπε στον Guardian, εκείνη την εποχή ήταν ένα νεαρό μέλος του τμήματος Φυσικής του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, που οι συνάδελφοί του θεωρούσαν «λίγο εκκεντρικό, ίσως και ιδιότροπο» εξαιτίας της «ντεμοντέ» γοητείας που του προκαλούσε η θεωρία των σωματιδίων και «ο μηχανισμός με τον οποίο τα περισσότερα δομικά στοιχεία του Σύμπαντος έχουν μάζα». Και η γυναίκα του γέννησε πρόωρα, ένα μήνα νωρίτερα, ενώ είχε πάει επίσκεψη στους γονείς της στο Ιλινόις.
Όταν ανακάλυψε το μποζόνιο, η χαρά του κόπηκε απότομα, καθώς η εργασία που έγραψε… απορρίφθηκε.
Αποφασισμένος να δημοσιοποιήσει την έρευνά του, πρόσθεσε μερικές παραγράφους για να τη «ζωντανέψει». Τότε προσδιόρισε ρητά το σωματίδιο για πρώτη φορά, «πράττοντας τελικά σωστά» όπως είπε, γιατί την ημέρα που υπέβαλλε την αναθεωρημένη εργασία του για δημοσίευση, κάποιος άλλος πρότεινε μια σχεδόν πανομοιότυπη θεωρία σε ένα διαφορετικό περιοδικό.
Τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Φυσικής το 2013, το οποίο «μοιράστηκε» μαζί με τον «αντίπαλό του», γράφει η Aitkenhead.
Ο ίδιος, άλλωστε, όπως είπε δεν είχε καμία αμφιβολία ούτε για ένα λεπτό, ότι κάποια μέρα θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη του σωματιδίου του.
Κάτι που συνέβη τον περασμένο Ιούλιο στο Cern.