Η κυβερνητική συμφωνία της Γερμανίας δεν σηματοδοτεί μια ριζική αλλαγή κατεύθυνσης για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Φέρνει στην επιφάνεια όμως αρκετά προβλήματα.
Πρώτον, η Άνγκελα Μέρκελ έπρεπε να κάνει παραχωρήσεις στην αριστερή πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών, ώστε η συμφωνία να εγκριθεί από τη βάση του κόμματος. Αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα τόσο στην ίδια, όσο και στην οικονομία.
Η καθιέρωση κατώτατου μισθού, για παράδειγμα, μπορεί να αποτελεί κατάκτηση του SPD, αλλά δύσκολα θα οδηγήσει σε αύξηση των μισθών. Οι Σοσιαλδημοκράτες μπορεί να χαίρονται επίσης για το ότι οι εταιρείες δεν θα μπορούν πλέον να απασχολούν εργαζόμενους με προσωρινή σχέση εργασίας πάνω από 18 μήνες, αλλά η βιομηχανία μπορεί να ακολουθήσει μια διαφορετική πολιτική.
Σε ό,τι αφορά τη διάταξη που θα επιτρέπει σε όσους εργάζονται για 45 χρόνια να παίρνουν σύνταξη στα 63, μπορεί να έχει επιπτώσεις στις προσπάθειες της ευρωζώνης να νοικοκυρέψει το σπίτι της.
Η συμφωνία απαιτεί την επιπλέον δαπάνη 23 δισεκατομμυρίων ευρώ χωρίς να αυξηθούν οι φόροι. Αυτό είναι δύσκολο να γίνει, και επιπλέον στέλνει αρνητικό μήνυμα σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, που καλούνται να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες τους.
Σύμφωνα με τον Μπρούνο Ουότερφιλντ της «Daily Telegraph», η συμφωνία περιορίζει τις κινήσεις της Μέρκελ και καθιστά την κυβέρνησή της όμηρο μιας αριστερής μειοψηφίας. Ο Φίλιπ Όλτερμαν της «Guardian», πάλι, εκτιμά ότι η κυβερνητική συμφωνία αντανακλά τις προτεραιότητες μιας χώρας που γερνά. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρειάστηκαν 66 ημέρες από την πραγματοποίηση εκλογών για να ανακοινωθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης. Αλλά κι αυτό πρέπει να εγκριθεί από τη βάση του SPD.
Το πλεονέκτημα αυτής της βραδείας προσέγγισης είναι ότι οδηγεί – θεωρητικά – σε σταθερές κυβερνήσεις. Ο κίνδυνος είναι ότι απομακρύνει το ενδεχόμενο τολμηρών αποφάσεων και επιλογών.
Το αξιοσημείωτο της νέας συμφωνίας, γράφει ο Όλτερμαν, είναι ότι ενώ η Αριστερά «πέρασε» σε γενικές γραμμές τα κοινωνικά της θέματα, οι συντηρητικοί δεν χρειάστηκε να δώσουν μάχη για θέματα όπως η υγεία, η αύξηση των φόρων ή η Ευρώπη. Στο θέμα των συντάξεων, εγκρίθηκαν μέτρα που θα ευχαριστήσουν τα πιο ηλικιωμένα μέλη του εκλογικού σώματος.
Αρκετοί γερμανοί σχολιαστές αναρωτιούνται από πού θα βρεθούν τα χρήματα για τις νέες δαπάνες. «Η κυρίαρχη σκέψη είναι ότι αφού τα πηγαίνουμε καλά τώρα, μοιραία θα τα πηγαίνουμε καλά για πάντα», λέει ο Γιούργκεν Φάλτερ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μάιντς.
Υπάρχει πάντως και η κριτική από τα αριστερά. «Πρέπει να σκεφτούμε αν η συμφωνία συνιστά συμβιβασμό ή υποχώρηση από τις αρχές μας», επισημαίνει η Μαρλένε Πανκόνιν, επικεφαλής του SPD στη Χαϊδελβέργη.
Όπως επισημαίνει ο Ντανίλο Ταϊνο στην «Κοριέρε ντέλα Σέρα», η γερμανίδα καγκελάριος έχει απαντήσει πολλές φορές στους επικριτές της λιτότητας ότι η Γερμανία δεν μπορεί να βάλει φρένο στην οικονομία της: η δύναμη της Γερμανίας, έλεγε πάντα, βοηθά την Ευρώπη. Κι ύστερα έρχεται και υπογράφει αυτή τη συμφωνία που πλήττει καταφανώς την ανταγωνιστικότητα της χώρας της και αναστέλλει αρκετές από τις μεταρρυθμίσεις της ατζέντας Σρέντερ. Ο θρίαμβος του πραγματισμού.