Ο νέος κανονισμός για τον βρετανικό Τύπο έλαβε χθες τη βασιλική σφραγίδα, γεγονός που τον μετατρέπει σε επίσημο έγγραφο.
Την ίδια στιγμή, έμπαινε στην τελική ευθεία η δίκη οκτώ ατόμων, μεταξύ των οποίων της Ρεμπέκα Μπρουκς, πρώην γενικής διευθύντριας της News International.
Ο κανονισμός για τον βρετανικό Τύπο είναι όμως προϊόν των εγκληματικών πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται η Μπρουκς και τα άλλα στελέχη του ομίλου του Ρούπερτ Μέρντοκ.
Οι οκτώ κατηγορούμενοι, στους οποίους περιλαμβάνονται πολλοί πρώην δημοσιογράφοι, κατηγορούνται ότι παρακολουθούσαν επί δέκα χρόνια τα ηλεκτρονικά μηνύματα διαφόρων προσωπικοτήτων με σκοπό να τροφοδοτούν τις εφημερίδες τους, τη Sun και τη News of the World.
Τον Ιούλιο του 2011 αποκαλύφθηκε ότι οι δημοσιογράφοι της News of the World είχαν υποκλέψει ηχητικά μηνύματα της Μίλι Ντόουλερ, μιας 13χρονης που είχε απαχθεί και στη συνέχεια δολοφονήθηκε.
Προκλήθηκε κατακραυγή, καθώς το ζήτημα δεν ήταν πλέον η δημοσίευση κουτσομπολιών για σταρ του σινεμά ή του ποδοσφαίρου, αλλά η παραβίαση της ιδιωτικής ζωής μιας απλής οικογένειας, που επιπλέον είχε πέσει θύμα ενός αποτρόπαιου εγκλήματος.
Ο Ρούπερτ Μέρντοκ αποφάσισε τότε να κλείσει τη News of the World, ύστερα από 68 χρόνια ζωής.
Η αστυνομική έρευνα που διατάχθηκε οδήγησε στη σύλληψη δεκάδων δημοσιογράφων και στη δίκη που ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα.
Παράλληλα, η κυβέρνηση έδωσε εντολή στον δικαστή Λέβεσον να ερευνήσει τις πρακτικές του βρετανικού Τύπου, και ειδικότερα των ταμπλόιντ.
Εκείνος κάλεσε εκατοντάδες μάρτυρες σε διάστημα 16 μηνών. Και διαπίστωσε, χωρίς φυσικά να εκπλαγεί, ότι οι δημοσιογράφοι φτάνουν συχνά στα άκρα στο πλαίσιο ενός ανελέητου πολέμου για το ποιος θα δημοσιεύσει πρώτος το χρώμα των εσωρούχων που φορά η τάδε σταρ.
Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, ο δικαστής συνέταξε έναν παχύ φάκελο με τον οποίο πρότεινε να επιβληθούν πολύ αυστηροί κανόνες για να αποφευχθούν στο μέλλον οι δημοσιογραφικές ακρότητες. Μέχρι τότε, οι βρετανικές εφημερίδες αυτολογοκρίνονταν.
Αρχικά, ο βρετανικός Τύπος δήλωσε πρόθυμος να αλλάξει πρακτική προκειμένου να ξαναβρεί τη χαμένη του αθωότητα.
Στη συνέχεια όμως, αντέδρασε έντονα σε οποιαδήποτε προσπάθεια ελέγχου, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα λειτουργούσε υπέρ των πολιτικών.
Ύστερα από ατελείωτες συνεδριάσεις και συμβιβασμούς, η κυβέρνηση έβγαλε από το καπέλο τον «λαγό» ενός βασιλικού κανονισμού.
Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για έναν πανάρχαιο νόμο που επιτρέπει στο λεγόμενο Privy Council, το οποίο αποτελείται από μερικούς υπουργούς άγνωστης ταυτότητας και αριθμού, να προτείνουν στη βασίλισσα ένα κείμενο.
Το αμφιλεγόμενο αυτό σύστημα, που δεν απαιτεί ψηφοφορία στο κοινοβούλιο, επιτρέπει τη ρύθμιση μερικών σημαντικών θεσμών. Έτσι λειτουργεί και το BBC.
Το νέο ρυθμιστικό όργανο θα συντάξει έναν αριθμό ιδρυτικών αρχών και θα έχει δικαίωμα να επιβάλλει στους παραβάτες τσουχτερά πρόστιμα, που θα φτάνουν μέχρι το ένα εκατομμύριο λίρες (1,17 εκατομμύρια ευρώ).
Το πρόβλημα είναι ότι η κυβέρνηση θέλει να περιλάβει στον κανονισμό τη δυνατότητα αλλαγών στο ρυθμιστικό όργανο, υπό τον όρο να τις εγκρίνουν τα δύο τρίτα των βουλευτών. Αυτό σύμφωνα με το ΑΠΕ, αποτελεί κόκκινο πανί για τον Τύπο, που μιλά για μια επίθεση εναντίον της ελευθερίας της έκφρασης και υποστηρίζει πως οποιαδήποτε αλλαγή στο περιεχόμενο του κανονισμού πρέπει να εγκριθεί από ολόκληρη τη βιομηχανία του Τύπου.
Τα μέσα ενημέρωσης είναι ελεύθερα να υπογράψουν ή όχι τον νέο κανονισμό. Όσα δεν το κάνουν υπόκεινται σε ακόμη μεγαλύτερα πρόστιμα.
Μερικοί από τους μεγάλους ομίλους, όπως αυτοί στους οποίους ανήκουν η εφημερίδα Γκάρντιαν και η εφημερίδα Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, διστάζουν.
Οι περισσότερες εφημερίδες όμως, και κυρίως τα ταμπλόιντ, θέλουν να μπορούν να συνεχίσουν να δημοσιεύουν εξαντλητικές λεπτομέρειες για τα ζουμερά τους σκάνδαλα.