Στο μισό έχει μειωθεί ο ετήσιος αριθμός των παιδιών κάτω των πέντε ετών που έχουν πεθάνει από αιτίες όπως η έλλειψη φαρμάκων ή ο υποσιτισμός (στα 6,6 εκατομμύρια το 2012 έναντι 12 εκατομμυρίων το 1990).
Αυτό δείχνει η έκθεση της οργάνωσης Save the Children με τίτλο «Lives on the Line» η οποία εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο 75 χώρες αντιμετωπίζουν τον στόχο για τη μείωση του ποσοστού παιδικής θνησιμότητας, όπως αυτός ορίστηκε από τους Αναπτυξιακούς Στόχους της Χιλιετίας της UNICEF το 2000.
Η διεθνής κοινότητα έχει σημειώσει «πρωτοφανή» πρόοδο ως προς την παιδική θνησιμότητα την τελευταία δεκαετία, αναφέρει η έκθεση, αν και ακόμα στο σύνολό της βρίσκεται μακριά από το στόχο της μείωσης κατά δύο τρία μέχρι το 2015.
Είκοσι-πέντε χώρες, περιλαμβανομένων του Μπανγκλαντές, της Αιθιοπίας και της Λιβερίας, έχουν ήδη επιτύχει τον στόχο για το ποσοστό της παιδικής θνησιμότητας, ενώ ακόμη κι αυτές που βρίσκονται αρκετά πίσω, όπως η Μοζαμβίκη και η Ρουάντα, έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο, επισημαίνει η φιλανθρωπική οργάνωση.
Για παράδειγμα, στην Δυτική και Κεντρική Αφρική αναλογούσε το 17% όλων των παιδικών θανάτων το 1990, ποσοστό το οποίο το 2013 έφθασε στο 30%. Οι περισσότεροι παιδικοί θάνατοι καταγράφονται σε εμπόλεμες περιοχές.
Τέσσερα εκατομμύρια περισσότερες παιδικές ζωές θα μπορούσαν να έχουν σωθεί την τελευταία δεκαετία αν οι δαπάνες για την καταπολέμηση της παιδικής θνησιμότητας ήταν ίδιες σε όλες τις εισοδηματικές ομάδες, δήλωσε ο Πάτρικ Γουότ, διευθυντής της παγκόσμιας εκστρατείας της οργάνωσης.
Στο Μπανγκλαντές για παράδειγμα, όπου τα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας έχουν μειωθεί κατά το ήμισυ και πλέον την τελευταία δεκαετία, τα παιδιά που κατά τη γέννησή τους ανήκουν στο φτωχότερο 40% του πληθυσμού έχουν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν σε σχέση με εκείνα που ανήκουν στο πλουσιότερο 10%.
Η οργάνωση αναφέρει ότι την πιο «εντυπωσιακή» πρόοδο έχει σημειώσει ο Νίγηρας, μειώνοντας τους θανάτους παιδιών από 326 ανά 1.000 γεννήσεις που ήταν το 1990 σε 114 ανά 1.000 γεννήσεις το 2012 παρά τους ελλειπείς πόρους και τις επαναλαμβανόμενες ξηρασίες.
Η Αϊτή, η Παπούα Νέα Γουινέα και η Ισημερινή Γουινέα έχουν τις χειρότερες επιδόσεις, σύμφωνα με την έκθεση, εξαιτίας των περιορισμένων επενδύσεων στον τομέα της υγείας και της επάρκειας τροφίμων.