Εξετάσεις γλωσσομάθειας χρησιμοποιούν στη συντριπτική τους πλειονότητα οι χώρες-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης για την υποδοχή, την παραμονή ή την πολιτογράφηση των μεταναστών στην επικράτειά τους, όπως καταδεικνύει έρευνα του διεθνούς οργανισμού.
Η έρευνα διεξήχθη το 2018 από το Συμβούλιο της Ευρώπης σε συνεργασία με την Ένωση Εξεταστών Γλωσσομάθειας της Ευρώπης (ALTE) στα 40 από τα 47 κράτη μέλη του Συμβουλίου.
Όπως διαπιστώθηκε, το 83% των κρατών, στα οποία διεξήχθη η έρευνα, χρησιμοποιούν διαδικασίες πιστοποίησης γλωσσομάθειας, ως προϋπόθεση υποδοχής στη χώρα ή για την έκδοση άδειας παραμονής (προσωρινής ή μόνιμης) ή για την απόδοση ιθαγένειας. Το 78% των κρατών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, χρησιμοποιούν τις εξετάσεις γλώσσας ή κατανόησης της κοινωνίας για να αποδώσουν στους μετανάστες την ιθαγένεια. Το 27% των κρατών έχει εισάγει εξετάσεις γλωσσομάθειας ήδη σε πρώιμο στάδιο της υποδοχής, συχνά στο πλαίσιο της διαδικασίας οικογενειακής επανένωσης. Μεταξύ αυτών η Αυστρία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Πολωνία. Ένα 15% των κρατών έχουν απαίτηση γλωσσομάθειας σε όλα τα στάδια της μεταναστευτικής πολιτικής τους: υποδοχή, προσωρινή παραμονή, μόνιμη παραμονή και απόδοση ιθαγένειας. Τέλος, μόλις το 17% των χωρών δεν είχε κατά την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας κανένα τέτοιο κριτήριο για την προσωρινή ή μόνιμη διαμονή ή για την πολιτογράφηση των μεταναστών. Πρόκειται για την Ανδόρα, τη Βουλγαρία, την Ιρλανδία, το Μονακό, το Σαν Μαρίνο, τη Σερβία και τη Σουηδία.
Όπως κατέδειξε η έρευνα, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών στο επίπεδο γλωσσικής επάρκειας που ζητούν, με το υψηλότερο επίπεδο να ζητείται στη Δανία και την Αγγλία για την άδεια μόνιμης παραμονής, ενώ για την κτήση της ιθαγένειας πολλές χώρες έχουν πιο αυξημένες απαιτήσεις γνώσης της γλώσσας, με το υψηλότερο επίπεδο να ζητείται από την Αυστρία, τη Δανία, την Ελλάδα και τη Μολδαβία, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι ευάλωτες ομάδες, όπως ανήλικοι, πρόσφυγες ή αναλφάβητοι, σπάνια απαλλάσσονται από τις εξετάσεις αυτές, ενώ συχνά δεν υπάρχει και πρόβλεψη για μαθήματα γλώσσας προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους.
Επιπλέον, πολλά κράτη μέλη χρησιμοποιούν τεστ τα οποία δεν έχουν υποβληθεί σε κατάλληλο ποιοτικό έλεγχο, ενώ πολύ σπάνια διερευνάται ο αντίκτυπος των τεστ στους μετανάστες. Μόλις επτά κράτη δήλωσαν ότι τα τεστ γλωσσομάθειας έχουν υποβληθεί σε εξωτερικό έλεγχο ποιότητας.
Περίπου τα μισά από τα κράτη, στα οποία διεξήχθη η έρευνα, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, απαιτούν από τους μετανάστες να επιτύχουν σε ένα τεστ κατανόησης της κοινωνίας για να μπορέσουν να πάρουν άδεια μόνιμης διαμονής ή ιθαγένεια. Συχνότερα, αυτά τα τεστ επικεντρώνονται στην ιστορία και τη γεωγραφία, το σύνταγμα και τους νόμους, τα ήθη και τα έθιμα της χώρας υποδοχής ή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Στη συντριπτική πλειονότητά τους αυτά τα τεστ έχουν γραφτεί στην επίσημη γλώσσα της χώρας υποδοχής και χρειάζονται γνώσεις ανάγνωσης. Ως εκ τούτου, αναφέρει η έρευνα, τα τεστ αυτά λειτουργούν ως έμμεση εξέταση γλώσσας και γραμματισμού.
Από το 2007, οπότε διεξήχθη η πρώτη αντίστοιχη έρευνα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, μέχρι την πιο πρόσφατη, ο αριθμός των χωρών που χρησιμοποιούν τις εξετάσεις γλώσσας και κατανόησης της κοινωνίας, στο πλαίσιο των πολιτικών ένταξης των μεταναστών, έχει διπλασιαστεί. Ειδικά για την απόκτηση ιθαγένειας οι απαιτήσεις γλωσσομάθειας έχουν γίνει στην πορεία των χρόνων αυστηρότερες, κάτι που όμως δεν ισχύει για την άδεια μόνιμης παραμονής.
Οι 34 από τις 40 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα προσφέρουν μαθήματα γλώσσας. Στην πλειοψηφία τους τα μαθήματα αυτά παρέχονται από το κράτος ή την τοπική αυτοδιοίκηση ή χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στις εξετάσεις, η ποιότητα των μαθημάτων αξιολογείται και διασφαλίζεται στις 30 από τις 34 χώρες.
Τα μισά κράτη παρέχουν μαθήματα γλώσσας δωρεάν για όλους τους μετανάστες, ενώ το ένα τρίτο παρέχουν δωρεάν μαθήματα για συγκεκριμένες κατηγορίες μεταναστών.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι μετανάστες λαμβάνουν μέχρι 250 ώρες δωρεάν διδασκαλίας και σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι 500 ώρες, που κρίνονται ελάχιστα επαρκείς για την απόκτηση των απαραίτητων γλωσσικών εφοδίων. Επίσης, μαθήματα για την κατανόηση της κοινωνίας παρέχονται σε 25 χώρες, στην πλειοψηφία τους δωρεάν και σε ορισμένες περιπτώσεις δωρεάν μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες μεταναστών. Σε ελάχιστες περιπτώσεις (στο Βέλγιο και εν μέρει στην Ιταλία) οι μετανάστες τυγχάνουν εξαίρεσης από τις εξετάσεις όταν παρακολουθήσουν τα μαθήματα γλώσσας. Προσιτά και επαρκή μαθήματα γλώσσας, σημειώνει το Συμβούλιο της Ευρώπης, θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικά από τις γλωσσικές εξετάσεις, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι μετανάστες θα αναπτύξουν το προαπαιτούμενο επίπεδο επάρκειας της γλώσσας.
Όπως υπογραμμίζει ο διεθνής οργανισμός, η υψηλής ποιότητας αξιολόγηση της γλώσσας μπορεί να βοηθήσει τους μετανάστες, όταν χρησιμοποιείται για την ενθάρρυνση και καθοδήγησή τους στην ανάπτυξη της γλωσσικής τους επάρκειας ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες τους και τις διαφορετικές ικανότητές τους. Ωστόσο, «δεδομένου ότι η γλωσσική επάρκεια επηρεάζεται από ένα ευρύ φάσμα μεταβλητών, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι το επίπεδο επάρκειας ενός μετανάστη στην επίσημη γλώσσα της χώρας υποδοχής αποτελεί μια αξιόπιστη μεταβλητή για την ενσωμάτωση ή την προθυμία ενσωμάτωσης», αναφέρει το Συμβούλιο της Ευρώπης. Ως εκ τούτου, παρατηρεί, «εάν οι γλωσσικές απαιτήσεις εντάσσονται στη μεταναστευτική πολιτική, οι αρχές της δικαιοσύνης και της ισότητας των ευκαιριών θα υπαγόρευαν την παροχή αποτελεσματικών ευκαιριών μάθησης σε όλους τους μαθητές, λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη εκπαιδευτική τους εμπειρία, τις μαθησιακές ανάγκες τους και τις ατομικές τους ικανότητες». Υπάρχει, συμπληρώνει, πραγματικός κίνδυνος οι εξετάσεις αυτές να είναι δυσανάλογα μειονεκτικές για τους πρόσφυγες, οι οποίοι μπορεί να έχουν αντιμετωπίσει απουσία εκπαίδευσης λόγω του πολέμου ή των διώξεων στις χώρες τους, για τους αναλφάβητους, οι οποίοι συχνά καταφέρουν να φτάσουν σε χαμηλότερα επίπεδα γλωσσικής επάρκειας, ή για τις γυναίκες.
Τέλος, το Συμβούλιο της Ευρώπης χαρακτηρίζει τη χρήση γλωσσικών εξετάσεων πριν από την είσοδο του μετανάστη στη χώρα ή στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης ως πρακτικές που συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.