Η Νατάσα γράφει «Φρανκ, 11.20 π.μ.» σε ένα λευκό κομμάτι χαρτί και το κρεμά στον πίνακα ανακοινώσεων πίσω από το ταμείο δίπλα από άλλα που γράφουν «Νίνα και Κάτια, 10.55 π.μ», «Σεργκέι, 11 πμ.» και άλλα ονόματα. Στη συνέχεια, ανοίγει ένα παλιό ντουλάπι που είναι γεμάτο από παλιά ξυπνητήρια και ρολόγια χειρός. Είναι όλα διαφορετικά μεταξύ τους αλλά έχουν κάτι κοινό: κανένα τους δε λειτουργεί.
Ο συμβολισμός παίζει σημαντικό ρόλο στο Clockface Café στη Μόσχα («Καφέ “Η όψη του Ρολογιού”»). Κάθε θαμώνας βάζει το σταματημένο ρολόι της επιλογής του πάνω στο τραπέζι του. Ίσως φαίνεται παράξενο, αλλά η βασική ιδέα πίσω από αυτό είναι να κάνει τον επισκέπτη να ξεχνά το χρόνο, ακόμα κι αν η χρέωση στο κατάστημα είναι ανάλογη του χρόνου που περνά κανείς εκεί. Κάθε λεπτό κοστίζει δύο ρούβλια, που σημαίνει ότι η χρέωση ανά ώρα είναι 120 ρούβλια (δηλαδή 3 ευρώ περίπου).
Θα μπορούσατε, ας πούμε, να παραγγείλετε έναν αμερικάνικο καφέ, να τον πιείτε σε δέκα λεπτά και να φύγετε. Αυτό είναι μεγάλη ευκαιρία, κυρίως επειδή κάποιος θα πλήρωνε περισσότερα ακόμα και σε φτηνές καφετέριες, και το συγκεκριμένο κατάστημα βρίσκεται στην πολυτελή οδό Τβέρσκαγια στη Μόσχα, κοντά στο Κρεμλίνο.
Ωστόσο, οι θαμώνες δεν πίνουν απλά καφέ εδώ. Στους χώρους της καφετέριας υπάρχουν καναπέδες, πολυθρόνες, ένα πιάνο, καλαίσθητες λάμπες, ένα πορτρέτο του Πούσκιν και ράφια γεμάτα βιβλία του Τζακ Λόντον, όλα αυτά διεσπαρμένα σε εννιά μικρά δωμάτια. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια καφετέρια που συνδυάζει τα λεγόμενα «καφέ καλλιτεχνών», τα πολυτελή μπαρ και το σαλόνι της γιαγιάς.
Στη χρέωση του καθενός περιλαμβάνεται καφές, τσάι, τοστ και μπισκότα, σε όση ποσότητα θέλει ο καθένας. Όλοι γνωρίζουν πως ανεξάρτητα από το συνολικό χρόνο που θα περάσουν στο κατάστημα, υπάρχει ένα όριο στη χρέωση – κανείς δεν πληρώνει πάνω από 480 ρούβλια (δηλαδή 12 ευρώ περίπου).
Η ιδέα δεν άργησε να διαδοθεί· τώρα υπάρχουν πολλοί μιμητές που ιδρύουν τα λεγόμενα «αντι-καφέ», που επίσης χρεώνουν ανά λεπτό και ανά ώρα. Όμως, ο Ιβάν Μίτιν ήταν ο πρώτος που το σκέφτηκε. Ο ίδιος δηλώνει πως στην αρχή καλούσε μονάχα συγγενείς και γείτονες, οι οποίοι έφερναν τους φίλους τους.
Παράλληλα, είχε μια βαλίτσα ανοιχτή έτσι ώστε να προσφέρει ο καθένας όσα μπορούσε. «Μετά άρχισαν να έρχονται όλο και περισσότεροι, ώσπου ο χώρος εξελίχθηκε σε καφέ» λέει. Πλέον υπάρχουν ήδη δύο τέτοια καφέ στη Μόσχα και άλλα σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Σύντομα, ο Μίτιν ελπίζει να ιδρύσει «αντι-καφέ» στο Λονδίνο και το Βερολίνο. Γιατί είναι τόσο επιτυχημένος; «Επειδή δεν πουλώ στους πελάτες μου καφέ και τσάι. Τους πουλώ χρόνο» λέει ο Μίτιν.