Η οργάνωση Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) κάλεσε χθες την κυβέρνηση του Μαλί να οδηγήσει στη δικαιοσύνη τους στρατιώτες που ευθύνονται για τις εκτελέσεις χωρίς δίκη και τις εξαφανίσεις πολιτών Τουαρέγκ, Αράβων και Φουλάνι για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι διατηρούσαν δεσμούς με τους ισλαμιστές στο βορρά της χώρας.
Οι αρχές του Μαλί «θα πρέπει γρήγορα να ερευνήσουν και να οδηγήσουν ενώπιον της δικαιοσύνης τους στρατιώτες που ευθύνονται για βασανιστήρια, συνοπτικές εκτελέσεις και εξαφανίσεις ισλαμιστών ανταρτών και των φερόμενων ως συνεργατών τους» αναφέρει η οργάνωση σε ανακοίνωση που εξέδωσε.
Η οργάνωση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανέφερε ότι έχει κάνει έρευνες που δείχνουν ότι από τα μέσα Ιανουαρίου, μετά τη διεθνή επέμβαση στο Μαλί εναντίον των τζιχαντιστών, «στρατιώτες (του Μαλί) καταδίωκαν μέλη των κοινοτήτων των Φουλάνων, των Τουαρέγκ και των Αράβων στις ζώνες του Τιμπουκτού, του Γκάο, του Σεβαρέ, το Μπόνι και του Κόνα».
«Η αποκατάσταση της ασφάλειας στο βόρειο Μαλί σημαίνει ότι θα προστατεύονται οι πάντες, ανεξάρτητα από την εθνότητά στην οποία ανήκουν», δήλωσε η Κορίν Ντούφκα, υπεύθυνη του HRW για τη Δυτική Αφρική. Η Ντούφκα ανέφερε ως παράδειγμα την περίπτωση δύο νεαρών Φουλάνι που κατηγορήθηκαν ότι ήταν μαχητές της ισλαμιστικής οργάνωσης Mujao, του Κινήματος για την Ενότητα και τον Τζιχάντ στη Δυτική Αφρική. «Στις 9 Φεβρουαρίου, γύρω στις 11 το πρωί, οι στρατιώτες τους ανάγκασαν να επιβιβαστούν σε ένα στρατιωτικό όχημα και τους οδήγησαν στα περίχωρα του χωριού Μπόνι. Λίγα λεπτά αργότερα οι χωρικοί άκουσαν πυρά. Κανείς δεν τους έχει ξαναδεί έκτοτε», σημειώνεται στην ανακοίνωση του HRW.
Οι Μαλινέζοι στρατιώτες κατηγορούνται ακόμη ότι, στις αρχές Φεβρουαρίου, συνέλαβαν έναν 43χρονο Τουαρέγκ. «Τον ξυλοκόπησαν άγρια, τον έκαψαν με τσιαγάρα στο στήθος και στα γεννητικά όργανα, τον μισοστραγγάλισαν και τον υποχρέωσαν να εισπνεύσει από τη μύτη μια τοξική ουσία που του έκαψε τον οισοφάγο».
Ο πόλεμος στο βόρειο Μαλί ανάγκασε 22.000 άμαχους Μαλινέζους πολίτες να αναζητήσουν καταφύγιο σε γειτονικές χώρες. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Τουαρέγκ και Άραβες που υποστηρίζουν ότι φοβούνται τα αντίποινα του στρατού.