Η Whole Foods είναι σήμερα γνωστή ως το «πράσινο» μεγαθήριο της Amazon, καθώς ο τεχνολογικός γίγαντας την απορρόφησε το 2017.
Μόνο που η εταιρία έχει ήδη διανύσει μια μακρά και περιπετειώδη διαδρομή ως την εξαγορά, μια πορεία επιτυχίας και επιμονής.
Για τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες, ο συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος John Mackey οδήγησε τη Whole Foods μέσα από φουρτούνες και τρικυμίες, μεταμορφώνοντας το εναλλακτικό μαγαζάκι βιολογικών προϊόντων για τους χίπις του Όστιν σε διεθνή κολοσσό.
Η Whole Foods δεν ήταν κάποτε παρά ένα μαγαζάκι, μερικές αποθήκες και 19 υπάλληλοι. Όταν οι οργανικές τροφές ήταν ακόμα στα σπάργανα δηλαδή, μια χίπικη μόδα που θα περνούσε. Μόνο που ο Mackey φύτεψε νωρίς τον βιολογικό σπόρο και ήταν εκεί για να θερίσει πρώτους από όλους.
Εξαγοράζοντας και απορροφώντας μαγαζάκια και μικρές αλυσίδες βιολογικών προϊόντων στις τέσσερις γωνιές της Αμερικής, η Whole Foods γιγαντώθηκε τελικά πέρα από κάθε προσδοκία. Έτσι κολοσσό τη βρήκε η Amazon το 2017 και την αγόρασε έναντι 13,7 δισ. δολαρίων.
Η ιστορία μας ξεκινά το 1978 στο Όστιν του Τέξας, όταν κάποιος John Mackey ανοίγει ένα μαγαζάκι με οργανικά προϊόντα. Safer Way Natural Foods το λέει και μέχρι το 1980 είχε συγχωνευτεί με άλλο ένα μαγαζάκι βιολογικών, δίνοντας υπόσταση στο πρώτο κατάστημα με την επωνυμία Whole Foods Market.
Το οποίο καταστράφηκε μάλιστα από μια πλημμύρα την επόμενη χρονιά! Κανένα πρόβλημα για τον Mackey, που το ξανάχτισε σε χρόνο dt και λειτουργούσε ξανά εντός 28 ημερών.
O ιδιοκτήτης αναγνώρισε από την πρώτη στιγμή την εμπορική αποτελεσματικότητα του μοντέλου των συγχωνεύσεων. Έτσι πορεύτηκε από νωρίς, έτσι έμπαινε σε νέες αγορές και έτσι αποκτούσε τοπικά μαγαζιά με οργανικά προϊόντα, τα οποία ενσωμάτωνε στον στόλο της Whole Foods.
Μέχρι το 1984, η εταιρία του είχε επεκταθεί στο γειτονικό Χιούστον και απασχολούσε πια 600 ανθρώπους. Τον Ιανουάριο του 1992, ο Mackey κατέβασε τη φίρμα του στο χρηματιστήριο, αριθμώντας 12 καταστήματα σε Τέξας, Καλιφόρνια, Βόρεια Καρολίνα και Λουιζιάνα.
Η επέκταση συνεχιζόταν αργά αλλά σταθερά και το 1997 τα ετήσια έσοδα της Whole Foods ξεπέρασαν για πρώτη φορά το 1 δισ. δολάρια, μετρώντας πια 70 καταστήματα σε 16 πολιτείες. Το 2002 ο Mackey βγήκε για πρώτη φορά εκτός ΗΠΑ, ανοίγοντας ένα κατάστημα στο Τορόντο του Καναδά.
Η πετυχημένη πια εταιρία μετακόμισε στο τεραστίων διαστάσεων στρατηγείο της στο Όστιν το 2005, το οποίο καταλαμβάνει ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο και φιλοξενεί το μεγαλύτερο σουπερμάρκετ βιολογικών προϊόντων του κόσμου. Μέχρι το 2007 ήταν πλέον τόσο μεγάλη που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ απαγόρευσε την εξαγορά της Wild Oats από τη Whole Foods, καθώς πια θα μιλούσαμε για σωστό μονοπώλιο στα οργανικά προϊόντα της Αμερικής.
Ο Mackey απάντησε ανοίγοντας ένα κατάστημα-ναυαρχίδα στο Λονδίνο, εξαγοράζοντας μια βρετανική αλυσίδα βιολογικών προϊόντων (Fresh & Wild). Κι εκεί που πήγαιναν όλα καλά, το 2008 λίγο έλειψε να κατεβάσει ρολά! Η μετοχή του καταποντίστηκε κατά 76% σε έναν μόλις χρόνο και ο Mackey αναγκάστηκε να πουλήσει το 17% της εταιρίας του για να την κρατήσει ζωντανή. Η επενδυτική φίρμα Leonard Green & Partners επέστρεψε τη συμμετοχή της στη Whole Foods το 2011, βγάζοντας κέρδος 1 δισ. δολαρίων.
Άλλη μια φουρτούνα ήρθε το 2015, όταν τα οργανικά προϊόντα έγιναν μόδα και πολλοί μεγάλοι παίκτες εισέβαλλαν με φόρα στην αγορά. Ο ανταγωνισμός έστεψε τελικά νικητή τη Walmart ως τον μεγαλύτερο έμπορο βιολογικών προϊόντων στην Αμερική και η Whole Foods απειλήθηκε ανοιχτά.
Μόνο που ανέκαμψε προοδευτικά εντός διετίας, πάνω στην ώρα για την εξαγορά-μαμούθ από την Amazon (Αύγουστος 2017). Σήμερα η Whole Foods έχει διευρύνει κι άλλο τις δραστηριότητές της, ευγενική χορηγία των καινοτόμων υπηρεσιών της Amazon, και δεν ανησυχεί για κανέναν ανταγωνισμό…