Ένα μήνα μετά τη σύλληψη δύο γυναικών οι ρωσικές διωκτικές αρχές συνέλαβαν ακόμη δύο στο πλαίσιο υπόθεσης εμπορίας παιδιών μικρής ηλικίας στην καυκάσια ρωσική δημοκρατία της Τσετσενίας.
Οι συλληφθείσες εργάζονταν σε νοσοκομεία της γειτονικής δημοκρατίας του Νταγκεστάν.
Η μία εξ αυτών, ονόματι Τζένετ Σαϊντουλάγεβα, εργαζόταν ως προϊσταμένη της παιδιατρικής πτέρυγας στο κεντρικό νοσοκομείο του Χασαβιούρτ και η άλλη, που ονομάζεται Μπατούλι Τσουπαλάγεβα, είναι γιατρός στην 3η μαιευτική κλινική της Μαχατσκάλα, πρωτεύουσας του Νταγκεστάν, σύμφωνα με τις ρωσικές αρχές.
Στις 31 Οκτωβρίου, μία άλλη υπάλληλος του κεντρικού νοσοκομείου της Χασαβιούρτ είχε συλληφθεί στο πλαίσιο της έρευνας για την ίδια υπόθεση, ενώ την ίδια ημέρα η ρωσική αστυνομία είχε προβεί στη σύλληψη μίας κατοίκου της πρωτεύουσας Γκρόζνι της Τσετσενίας. Η τελευταία είχε προσπαθήσει να πωλήσει σε γυναίκα αστυνομικό, που εμφανίστηκε σαν δυνητική αγοράστρια, δύο παιδιά: ένα κοριτσάκι ενάμιση έτους, έναντι 400.000 ρουβλίων (9.950 ευρώ), κι ένα αγοράκι έναντι 500.000 ρουβλίων (12.440 ευρώ).
Σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές, τα δύο παιδιά είχαν μεταφερθεί στο Γκρόζνι από το Νταγκεστάν.
Το ρωσικό υπουργείο Εσωτερικών είχε διευκρινίσει από την πλευρά του πως η εργαζόμενη στο νοσοκομείο του Χασαβιούρτ, που συνελήφθη στις 31 Οκτωβρίου, έπειθε τους γονείς των παιδιών πως αυτά έπασχαν από ανίατες ασθένειες, έτσι ώστε να τα εγκαταλείπουν, ενώ η συνεργός της στο Γκρόζνι -μία Τσετσένα συνταξιούχος- αναζητούσε «πελάτες» και «οργάνωνε τις πωλήσεις».