Στο άκουσμα του ονόματος «Μπολσονάρου» κάτι είχε αλλάξει, σάμπως το όνομα του ακροδεξιού υποψηφίου για την προεδρία της Βραζιλίας να αντικατόπτριζε κάτι διαφορετικό στα χείλη του καθενός κατά τις τελευταίες εβδομάδες της προεκλογικής φρενίτιδας.
Επί μήνες, ο Μπολσονάρου, ο Ζαΐχ «Μεσίας» Μπολσονάρου, δεν ήταν παρά ένας απλός βουλευτής ο οποίος, χάρις στο ότι ήταν εξωφρενικά αυταρχικός, προσβλητικός και οπισθοδρομικός, μόλις που κατόρθωνε να βρεθεί στα πρωτοσέλιδα ένεκα των δηλώσεών του. Όμως εξαιτίας ακριβώς αυτών των πρωτοσέλιδων, ο ακροδεξιός υποψήφιος κατάφερε να προσελκύσει μια αυξανόμενη κρίσιμη μάζα από ψηφοφόρους, αποκαρδιωμένους με την πολιτική μετριότητα της Βραζιλίας.
Αυτό του επέτρεψε να βρεθεί στη θέση του οδηγού στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές στη μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, μέχρις ότου κάποιος πιο σοβαρός υποψήφιος πάρει τη θέση του. Ωστόσο κανείς δεν το έκανε. Και αναπάντεχα, κατά τις τελευταίες ημέρες των εκλογών, ακριβώς όταν στη Βραζιλία φαινόταν ότι πολλαπλασιαζόταν η έμπρακτη αντίδραση εναντίον της υποψηφιότητας αυτού του 63-χρονου πρώην στρατιωτικού, «Παουλίστα» (από το Σάο Πάουλο) πολιτικού, ο τόνος άλλαξε. Το όνομα Μπολσονάρου άρχισε να αποκτά βαρύτητα, να εμπνέει κάποιο σεβασμό. Τον σεβασμό ακριβώς του προσώπου που οι κύριοι θεσμοί της ηγεμονίας στη Βραζιλία έχουν αρχίσει ήδη να καλωσορίζουν στην εξουσία, σύμφωνα με την El Pais.
Η μεταβολή τούτη έχει μάλιστα μία σαφή ημερομηνία καμπής: τη Δευτέρα 1 Οκτωβρίου. Ήταν η ημέρα που αναμενόταν να δημοσιευθούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τις φρενήρεις ετούτες σε πολιτικό ρυθμό εκλογές. Ήταν επίσης οι πρώτες σφυγμομετρήσεις έπειτα από ένα Σαββατοκύριακο που θα έπρεπε να έχει αλλάξει τα πάντα. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε περίπου τριάντα διαδηλώσεις, που είχαν οργανωθεί για να αποκηρύξουν δημοσίως τον ακροδεξιό υποψήφιο. Η αποστροφή ήταν σαφής και οι σφυγμομετρήσεις όφειλαν να αντανακλούν αυτό που οι πάντες είχαν δει να εκφράζεται στους δρόμους.
Το «Κατεστημένο», το οποίο ουδέποτε αντιφάσκει στην πλειοψηφία, τότε θα επενέβαινε για να τον σταματήσει. Ο εφιάλτης αυτής της υποψηφιότητας θα έφτανε στο τέλος του. Τα στοιχεία της έρευνας δημοσιεύθηκαν στο τέλος του απογεύματος: ο Μπολσονάρου σημείωνε άνοδο κατά τρεις μονάδες. Από το 28% της πρόθεσης ψήφου είχε φθάσει στο 31%. Και τότε το «Κατεστημένο» του άνοιξε διάπλατα τις πόρτες.
Το Κοινοβουλευτικό Μέτωπο Γεωργίας, δηλαδή η ισχυρότερη αγροτική παράταξη στο Κογκρέσο της Βραζιλίας έσπευσε ήδη από την Τρίτη να εκφράσει την υποστήριξή του στον ακροδεξιό υποψήφιο: ήδη υπέρ του συσπειρώνονταν 261 βουλευτές και Γερουσιαστές. Τότε ήρθε και η ευλογία από τον άλλο πανίσχυρο βραχίονα του Κατεστημένου: οι ευαγγελιστές, ιδιαίτερα δε ο πανίσχυρος Ετζίρ Μασέντου, ο δημιουργός της πολυπλόκαμης Οικουμενικής Εκκλησίας της Βασιλείας του Θεού και ιδιοκτήτης του τηλεοπτικού σταθμού Record TV.
Επρόκειτο δηλ. για 199 βουλευτές και τέσσερις Γερουσιαστές (μερικοί βέβαια αλληλεπικαλύπτονταν με τα στελέχη του αγροτικού κόμματος). Και βέβαια εξακολουθούσαν να υπάρχουν και εκείνοι οι ψηφοφόροι, που πρωταρχικό ενδιαφέρον τους είναι η ασφάλεια και οι οποίοι δεν εξέφρασαν την υποστήριξή τους ανοιχτά, αλλά σίγουρα θα το έκαναν, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Οι δημοσκοπήσεις ακολούθησαν επίσης την ίδια τάση. Το Ινστιτούτο Datafolha του έδινε την επόμενη Τρίτη το 32% της πρόθεσης ψήφου, την Πέμπτη το 35% και το Σάββατο 40%.
Την Τρίτη, το Χρηματιστήριο του Σάο Πάολο χαιρέτισε τις ειδήσεις αυτές με την υψηλότερη άνοδό του από το 2016: 4%. Ο Μπολσονάρου, ο ίδιος πολιτικός ηγέτης που έχει υποστηρίξει πως οι γυναίκες δεν θα πρέπει να αμείβονται όσο και οι άνδρες, που προτιμά να πεθάνει ο γιος του παρά να γίνει «γκέι» και το ότι εάν έχει μια κόρη αυτό οφείλεται σε «μια στιγμή αδυναμίας», εκείνος που έχει υπερασπισθεί τα βασανιστήρια και έχει δηλώσει ότι «ένας αστυνομικός που δεν σκοτώνει δεν είναι αστυνομικός», επειδή «το πρόβλημα της βίας λύνεται μόνο με περισσότερη βία», είχε πλέον γίνει το πιο αποδοτικό πολιτικό στοίχημα στη Βραζιλία.
Αυτό ήταν το αποκορύφωμα μιας πολύμηνης στρατηγικής πολλών μηνών, κατά την οποία αυτός ο ριζοσπαστικός στρατιωτικός ανέσυρε πολλά στοιχεία από το εγχειρίδιο χρήσης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για να διαπλάσσει και διακηρύξει μια ακόμη πιο επικίνδυνη ιδεολογία. Κατόρθωσε όμως να αλλοτριώσει τον Τύπο, έσπειρε τη διχόνοια ανάμεσα στην προοδευτική αντιπολίτευση και προβλήθηκε ως η ενσάρκωση του αντι-συστημικού αισθήματος. Προσέφερε επίσης δραστικές λύσεις: σκληρή πυγμή, τη βία και τις αξίες που αναδείχθηκαν στις περιόδους της δικτατορίας.
Για να το επιτύχει αυτό, τον περασμένο Αύγουστο επέλεξε για αντιπρόεδρο τον Άμιλτουν Μοουράου, έναν απόστρατο ακόμη πιο σκληρό από αυτόν. Μια άλλη αυταρχική στρατιωτική προσωπικότητα, που δεν διστάζει να δηλώνει στις συνεντεύξεις του πως «οι ήρωες σκοτώνουν», ότι το Σύνταγμα μπορεί να μεταρρυθμισθεί χωρίς διαβούλευση με το λαό και ότι μια κυβέρνηση μπορεί να πραγματοποιήσει ένα «αυτο-πραξικόπημα» και να εκχωρήσει την ασφάλεια του έθνους στο στράτευμα.
Πολύ λίγοι πρόβλεψαν ότι μπορούσε να υπάρξει αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο Μπολσονάρου, γιος ενός αυτοδίδακτου οδοντιάτρου χωρίς πανεπιστημιακές σπουδές (κάτι παράνομο μεν, αλλά όχι ασυνήθιστο στη Βραζιλία της δεκαετίας του ’50), είχε περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του ως πολιτικός παρίας. Πρώτα στο δημοτικό συμβούλιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, όπου κατέφυγε μετά την απόλυσή του από τον στρατό, εξαιτίας της πολεμοχαρούς στάσης του στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Στη συνέχεια στο Κογκρέσο, όπου κατέληξε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ξεχώρισε για τον επιθετικό τόνο του, τη νοσταλγία του για την περίοδο της δικτατορίας (1964-1985) και την αδυναμία του να περάσει οποιοδήποτε νομοσχέδιο από το Σώμα.
Όταν, το 2014, αναδείχθηκε πρώτος σε ψήφους βουλευτής στο Ρίο ντε Τζανέιρο και άρχισε να προσελκύει έναν επικίνδυνα μεγάλο αριθμό οπαδών, τίποτα δεν άλλαξε: οι οπαδοί του ήταν απλώς αντι-συστημικοί ψηφοφόροι σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης. Κανείς δεν εντάχθηκε στο κόμμα του. Ακόμα και όταν φέτος οι δημοσκοπήσεις τον έφεραν ως επικρατέστερο για να κερδίσει στον πρώτο γύρο, εξακολουθούσε να θεωρείται μια εφιαλτική παρέκκλιση του συστήματος, που το σύστημα το ίδιο στο τέλος θα διόρθωνε από μόνο του.
Όμως το σύστημα, όπως έχει αποδειχθεί, λειτουργεί με άλλο τρόπο. Δεν το απασχολεί και ούτε έχει σημασία γι’ αυτό το γεγονός ότι ο Μπολσονάρου ανέβαζε τον αυταρχικό τόνο στις ομιλίες του, στο σημείο που να φθάνει να υποστηρίζει ότι θα αποδεχόταν τα αποτελέσματα των εκλογών μόνο αν του έδιναν τη νίκη ( αν και αργότερα την απέσυρε τη δήλωσή του αυτή). Η λέξη «δικτατορία», όπως και το «Μπολσονάρου», χρησιμοποιούνται μάλιστα τελευταία ως εάν να είχαν την ίδια σημασία.
Σάμπως σε αυτή τη γιγαντιαία χώρα, όπου η παρελθούσα στρατιωτική καταστολή δεν είχε γίνει λόγω έκτασης και πρόσβασης αισθητή σε πολλά μέρη, οι αρετές της δημοκρατίας –που στα λόγια μπορεί να αποκαλείται δημοκρατία όταν υπάρχουν 13 εκατομμύρια άνεργοι και καταγράφονται 67.000 ανθρωποκτονίες ετησίως, οι περισσότερες από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο και όπου τα θεσμικά όργανα κυλιούνται όλο και περισσότερο στον βόρβορο της διαφθοράς— να αποτελούσαν πάντοτε ένα διφορούμενο θέμα συζήτησης. Και ο όρος «Μπολσονάρου», εκτός από ένα όνομα, να ήταν στην ουσία μια απάντηση.