Όποιος θέλει να καταλάβει μερικές από τις καλύτερες νέες ιδέες για την καταπολέμηση της φτώχειας καλό είναι να ξεκινήσει από την καλύβα της οικογένειας Νασόνι, στο Μαλάουι.
Ο Άλφρεντ Νασόνι και η γυναίκα του, η Μπίτι Ρόουζ, έκαναν επτά παιδιά στο χωριό Μασούμπα. Τα δύο πέθαναν χωρίς καν να τα δει γιατρός. Ο Άλφρεντ και η Μπίτι ανάγκασαν τον μεγαλύτερο γιο τους να αφήσει το σχολείο γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα πέντε δολάρια που χρειάζονταν τον χρόνο. Και καλλιεργούσαν ένα μέρος μόνο του κτήματός τους, που είναι δέκα στρέμματα, γιατί δεν είχαν να πληρώσουν για τους σπόρους.
Η φτώχεια είναι όμως πιο πολύπλοκη απ’ αυτό. Τα παιδιά του 45χρονου Άλφρεντ μπορεί να πεινούσαν, αλλά εκείνος δαπανούσε 2 δολάρια την εβδομάδα για αλκοόλ και 50 σεντς για τσιγάρα. Έδινε επίσης πάνω από 2 δολάρια την εβδομάδα για να πηγαίνει με γυναίκες – παρόλο που το AIDS είναι πολύ διαδεδομένο.
Τα δεινά που συνδέονται με τη φτώχεια, γράφει ο Νίκολας Κριστόφ στους Νιου Γιορκ Τάιμς, προκαλούνται έτσι πολλές φορές όχι μόνο από τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά και από αυτοκαταστροφικές παθολογίες. Στην κεντρική Κένυα, μια κυβερνητική μελέτη που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα δείχνει ότι οι άνδρες δαπανούν περισσότερα χρήματα για αλκοόλ παρά για τρόφιμα.
Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο: η απελπισία οδηγεί τον κόσμο σε λύσεις που επιτείνουν την απελπισία.
Υπάρχουν όμως και οδοί διαφυγής. Το 2005, η Μπίτι Ρόουζ εντάχθηκε σε μια ομάδα αποταμίευσης που ίδρυσε η γνωστή διεθνής οργάνωση CARE. Οι ομάδες αυτές είναι μια από τις ανερχόμενες ιδέες στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Λειτουργούν ήδη σε 58 χώρες και εξυπηρετούν 6 εκατομμύρια ανθρώπους.
Μετά τις πρόσφατες χρηματοπιστωτικές κρίσεις, πολλοί Αμερικανοί και Ευρωπαίοι έχουν μισήσει τις τράπεζες. Οι φτωχοί του πλανήτη, όμως, δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια: πάνω από 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο δεν έχουν τραπεζικό λογαριασμό.
Σε ορισμένες αφρικανικές χώρες, τα κινητά τηλέφωνα αποτελούν το νέο τραπεζικό σύστημα. Στο Μαλάουι όμως, και σε αρκετές ακόμη χώρες, η λύση είναι ομάδες αποταμίευσης όπως εκείνη της Μπίτι Ρόουζ. Η ίδια και άλλα 19 μέλη κατέθεσαν από 10 σεντς. Τα χρήματα δανείστηκαν στη συνέχεια σε άλλα μέλη και η CARE ανέλαβε να τα καθοδηγήσει για το πώς να ξεκινήσουν μικρές επιχειρήσεις.
Με ένα δάνειο 2 δολαρίων, η Μπίτι Ρόουζ άρχισε να παρασκευάζει και να πουλά μια τοπική εκδοχή λουκουμάδων, που πουλούσε στην αρχή έναντι 2 σεντς τον ένα. «Οι λουκουμάδες μου άρεσαν πολύ», λέει, και σύντομα άρχισε να έχει κέρδη πολλών δολαρίων την ημέρα. Ο Άλφρεντ ζήλεψε, άρχισε να καλλιεργεί και να πουλά λαχανικά, και αποδείχθηκε κι αυτός άριστος επιχειρηματίας. Βλέποντας την οικογενειακή επιχείρηση να ανθεί, έκοψε τις γυναίκες και περιόρισε το ποτό.
Σήμερα, ο Άλφρεντ και η Μπίτι απασχολούν στο κτήμα τους δέκα εργάτες. Άλλοτε, η παραγωγή καλαμποκιού δεν ξεπερνούσε τον ένα σάκο τον χρόνο. Σήμερα γεμίζουν επτά κάρα, όπως μεταδίδει το ΑΠΕ.
Δεν είναι βέβαια όλοι οι αποταμιευτές τόσο επιτυχημένοι. Το σίγουρο είναι ότι η αποταμίευση, ο δανεισμός και το ξεκίνημα μιας επιχείρησης μπορεί να αλλάξει τη ζωή των φτωχών. Η CARE έχει επεκτείνει το μοντέλο της και σε άλλες περιοχές του Μαλάουι, αλλά οι ομάδες αποταμίευσης έχουν πολλαπλασιαστεί έτσι κι αλλιώς. Πέρασαν μάλιστα και τα σύνορα, και λειτουργούν σε πολλά χωριά της Μοζαμβίκης.
Η Εστέρ Ντιφλό, μια οικονομολόγος από το ΜΙΤ που έχει γράψει ένα πολύ καλό βιβλίο με τον τίτλο «Poor Economics», υποστηρίζει ότι οι εξωτερικές παρεμβάσεις έχουν αποτελέσματα όταν προσφέρουν ελπίδα στους ανθρώπους. Αυτό έχει αποδειχθεί περίτρανα στην Αφρική: η βοήθεια έχει αποτέλεσμα όταν δίνει στον κόσμο την αίσθηση ότι ένα καλύτερο αποτέλεσμα είναι δυνατό.
Ο Άλφρεντ και η Μπίτι Ρόουζ ονειρεύονται τώρα να στείλουν τα μικρότερα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο. Σκέφτονται μάλιστα να αγοράσουν και τηλεόραση, κάτι σπάνιο στο χωριό τους. Κι αυτό, όμως, το βλέπουν ως επένδυση. «Είμαι επιχειρηματίας, δεν χαρίζω τίποτα», λέει η Μπίτι. «Όποιος θέλει να βλέπει ποδόσφαιρο στο σπίτι μου θα πρέπει να πληρώνει».