Οι επιζώντες του μακελειού που σημειώθηκε πριν από δυο χρόνια σε νυχτερινό κέντρο του Ορλάντο, στη Φλόριντα, προσέφυγαν εναντίον των δημοτικών αρχών της πόλης και 30 αστυνομικών, υποστηρίζοντας ότι οι δυνάμεις επιβολής του νόμου δεν κατάφεραν να προστατεύσουν τα δικαιώματά τους κατά της διάρκεια της πολύωρης ομηρίας τους από τον ένοπλο δράστη.
Η αγωγή αυτή κατατέθηκε δύο χρόνια μετά τη δεύτερη πιο πολύνεκρη επίθεση από έναν και μόνο δράστη που έχει σημειωθεί στην ιστορία των ΗΠΑ. Οι ενάγοντες είναι 26 επιζώντες του μακελειού και οι συγγενείς έξι θυμάτων. Ζητούν αδιευκρίνιστο ποσό ως αποζημίωση, ισχυριζόμενοι ότι παραβιάστηκαν τα δικαιώματά τους κατά την επίθεση που σημειώθηκε στο νάιτκλαμπ Pulse τον Ιούνιο του 2016, όταν ένας ένοπλος που δήλωνε πίστη στο Ισλαμικό Κράτος άνοιξε πυρ σκοτώνοντας συνολικά 49 ανθρώπους.
Μεταξύ των εναγόμενων είναι και ο Άνταμ Γκράλερ, ένας αστυνομικός από το Ορλάντο ο οποίος εργαζόταν ως σεκιούριτι στο νάιτκλαμπ τη νύχτα της επίθεσης.
Οι αστυνομικοί που ανταποκρίθηκαν πρώτοι στις τηλεφωνικές κλήσεις μπήκαν στο κλαμπ λίγα λεπτά μετά τις 2 το πρωί και έσωσαν μερικούς θαμώνες. Στη συνέχεια, όταν ο ένοπλος κλείστηκε στην τουαλέτα, αποσύρθηκαν και αυτοί, γεγονός που οδήγησε σε μια πολύωρη κατάσταση ομηρείας. Η επίθεση έληξε όταν οι αστυνομικοί γκρέμισαν τον τοίχο της τουαλέτας όπου κρυβόταν ο δράστης, τον πυρόβόλησαν και τον σκότωσαν.
“Μας άξιζε να μας σώσουν νωρίτερα οι αστυνομικοί που έλαβαν την απόφαση να περιμένουν”, είπε ο Κίνον Κάρτερ, ένας από τους ενάγοντες ο οποίος τραυματίστηκε στην επίθεση και σήμερα είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Σε περιπτώσεις τέτοιων επιθέσεων οι αστυνομικοί συνηθίζουν να ακολουθούν μια συγκεκριμένη τακτική: συγκεντρώνονται έξω από τον χώρο όπου έχει αναφερθεί η παρουσία ενόπλου και προχωρούν μέσα όταν κρίνουν ότι μπορούν να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να δεχτούν πυροβολισμούς οι ίδιοι ή άλλοι πολίτες. Είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο να αμφισβητεί κανείς στα δικαστήρια αυτή τη στρατηγική, στο πλαίσιο μιας υπόθεσης προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών, εξήγησε ο Νόρμαν Σίγκελ, πρώην διευθυντής της Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών της Νέας Υόρκης.