Ο Σαχ Μαραί (Shah Marai) έλεγε ότι έχει δει τόσα πτώματα από τότε που εργαζόταν για το AFP (Γαλλικό Πρακτορείο), που δεν κοιμόταν πια τη νύκτα. Ο επικεφαλής φωτορεπόρτερ του πρακτορείου στο Αφγανιστάν σκοτώθηκε σήμερα στη διπλή επίθεση αυτοκτονίας στην Καμπούλ.
Η ζωή του και το τέλος του ακολουθούν με τραγική συνέπεια τη διαδρομή της χώρας του. Ο Σαχ Μαραί, 48 ετών, ξεκίνησε την καριέρα του στο AFP το 1996 ως οδηγός αυτοκινήτου. Και ο λόγος για τον οποίο οι ταλιμπάν τον ξυλοκόπησαν ήταν διότι άκουγε μουσική στο τιμόνι του αυτοκινήτου. Και η μουσική απαγορευόταν. Δέκα χρόνια μετά, είχε ακόμη τις ουλές, πριν εγχειρισθεί στο εξωτερικό το 2012.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ, ο Σαχ Μαραί πήρε την εκδίκησή του από τους ταλιμπάν μεταδίδοντας στις 7 Οκτωβρίου 2001 για το AFP τους πρώτους αμερικανικούς βομβαρδισμούς στο Αφγανιστάν, λίγες εβδομάδες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Με το τέλος του ζυγού των ταλιμπάν, «όλα ξαναγίνονταν δυνατά, ακόμη και τα πιο απλά πράγματα, όπως το να πας στον κουρέα για να ξυρίσεις τα γένια σου», έγραφε ο φωτορεπόρτερ στο μπλογκ του AFP.
Τότε ξεκίνησε η (πρόσκαιρη) χρυσή περίοδος του Αφγανιστάν, χώρα σε πόλεμο εδώ και τέσσερις δεκαετίες. «Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο, οι άνθρωποι έβγαιναν και πάλι έξω, ξαναζούσαν…»
Ομως οι ταλιμπάν, ηττημένοι χωρίς να πολεμήσουν, αρχίζουν και πάλι τις επιθέσεις το 2004. Στόχοι τους αρχικά οι ξένοι στρατιώτες και μετά την αποχώρησή τους οι αφγανικές στρατιωτικές δυνάμεις και στη συνέχεια οι πολίτες.
Τον Μάρτιο 2014, οι δημοσιογράφος Σαρντάρ Αχμάντ, του γραφείου του AFP στην Καμπούλ και στενός φίλος του Σαχ Μαραί σκοτώνεται σε επίθεση των ταλιμπάν μαζί με τη γυναίκα του και δύο από τα τρία παιδιά τους. Ο Σαχ Μαραί συγκλονίζεται αλλά συνεχίζει τη δουλειά του.
«Εμαθα φωτογραφία μόνος μου, έτσι προσπαθώ συνέχεια να βελτιώνομαι. Και τώρα, οι φωτογραφίες μου δημοσιεύονται σε όλον τον κόσμο…».
Το 2015, η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος εγκαθίσταται στο Αφγανιστάν, όπου πληθαίνει τις επιθέσεις. Κλίμα τρόμου, ο αέρας γίνεται ασφυκτικός. Οι φωτογραφίες του φωτορεπόρτερ διηγούνται τον πόλεμο, τον τρόμο, το αίμα.
Στα μέσα του 2016, από το Παρίσι όπου βρέθηκε, διηγείται τις νύκτες χωρίς ύπνο, που τις περνά καπνίζοντας, τον πανικό του και τους φόβους του, αφού έγινε μάρτυρας «τόσων επιθέσεων, τόσων θυμάτων», την επιθυμία του να εγκαταλείψει τη χώρα του, όπως και δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες του πριν από αυτόν, τόσο το μέλλον του φαίνεται αδιέξοδο.
«Οταν το ξανασκέφτομαι, η φυγή των ταλιμπάν απέναντι στους Αμερικανούς το 2001 δημιούργησε μία τεράστια ελπίδα. Χρυσά χρόνια. Θα μπορούσαμε επιτέλους να ζήσουμε κανονικά. Αλλά σήμερα, αυτή η ελπίδα έχει εξαφανιστεί. Η γιορτή τελείωσε και οι ταλιμπάν βρίσκονται προ των πυλών…Η ζωή μού φαίνεται ακόμη πιο δύσκολη από ό,τι ήταν υπό το καθεστώς των ταλιμπάν εξαιτίας της ανασφάλειας. Δεν τολμώ πια να πάω τα παιδιά μου, και έχω πέντε, βόλτα. Τα λυπάμαι. Περνούν την ημέρα τους κλεισμένα στο σπίτι. Κάθε πρωί πηγαίνοντας στο γραφείο, και βράδυ επιστρέφοντας στο σπίτι, σκέφτονται το παγιδευμένο αυτοκίνητο, τον καμικάζι που θα χωθεί στο πλήθος… Δεν έχω ποτέ πριν αισθανθεί ότι οι προοπτικές είναι τόσο λίγες και δεν βλέπω διέξοδο. Είναι ο καιρός της αγωνίας».
Ο Σαχ Μαραί, με τα φωτεινά γαλανά μάτια, ο ακούραστος πλακατζής και αυτοανακηρυγμένος πρωταθλητής στο πινγκ πονγκ του γραφείου του AFP, αφήνει πίσω του έξι παιδιά. Το τελευταίο γεννήθηκε πριν από δεκαπέντε μέρες.
Σήμερα το πρωί, αφού ένας καμικάζι ανατίναξε τη μοτοσικλέτα του μπροστά στο κτίριο των αφγανικών υπηρεσιών Πληροφοριών, στη συνέχεια ένας δεύτερος καμικάζι αναμείχθηκε με τους ρεπόρτερς που συγκεντρώθηκαν στον τόπο την επίθεσης και ανατίναξε την κάμερα που κρατούσε. Την ευθύνη για τις επιθέσεις ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος που στράφηκε κατά «των αποστατών των υπηρεσιών ασφαλείας και των μέσων ενημέρωσης».
«Πέθανε κάνοντας τη δουλειά του, όπως έκανε εδώ και δύο δεκαετίες», έγραψε ο ανταποκριτής των New York Times στην Καμπούλ Μουτζίμπ Μασάλ.