Η χρονιά της νίκης επί του Ισλαμικού Κράτους, ήταν το 2017. Αν και έχει χάσει σχεδόν το σύνολο των εδαφών του του στη Συρία και το Ιράκ, απέδειξε ότι μπορεί να προσαρμοστεί και εξακολουθεί να αποτελεί απειλή, υπογραμμίζουν ειδικοί και αξιωματούχοι σύμφωνα με δημοσίευμα του AFP, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Τις πρώτες ώρες του 2017 ένας Ουζμπέκος, που δήλωσε «στρατιώτης του χαλιφάτου», άνοιξε πυρ με ένα καλάσνικοφ σε ένα νυχτερινό κέντρο στην Κωνσταντινούπολη σκοτώνοντας 39 ανθρώπους.

Είτε οπλίζοντας άμεσα το χέρι τζιχαντιστών είτε αποτελώντας απλώς έμπνευσή τους χάρη στην πολύ αποτελεσματική προπαγάνδα του, το ΙΚ διέπραξε ή ζήτησε να διαπραχθούν δεκάδες αιματηρές επιθέσεις, κυρίως κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, στο Πακιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, το Αφγανιστάν, την Αίγυπτο, τη Σομαλία και τη Βρετανία.

Στις 22 Μαΐου ο βομβιστής αυτοκτονίας Σάλμαν Αμπέντι, ένας νεαρός Βρετανός με καταγωγή από τη Λιβύη, σκότωσε 22 ανθρώπους όταν πυροδότησε τα εκρηκτικά που έφερε μετά το πέρας μιας συναυλίας ποπ στο Μάντσεστερ.

Επιθέσεις με αυτοκίνητα εναντίον πεζών, που διαπράχθηκαν από τζιχαντιστές έπειτα από υποκίνηση του ΙΚ και οι οποίες είναι σχεδόν αδύνατο να αποτραπούν, προκάλεσαν πολλά θύματα στην Ιερουσαλήμ, το Λονδίνο, τη Στοκχόλμη και τη Βαρκελώνη.

Οι επιθέσεις αυτές, τα θύματα των οποίων ήταν πολλές χιλιάδες, εξαπολύθηκαν παρά την σχεδόν πλήρη εξάρθρωση της οργάνωσης στο Ιράκ και τη Συρία έπειτα από μια συντονισμένη επιχείρηση που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2016.

Το ΙΚ είχε δημιουργήσει έναν βραχίονα αρμόδιο για τη διαχείριση των δικτύων στο εξωτερικό, τη στρατολόγηση υποψήφιων μαχητών, τη χρηματοδότηση και την καθοδήγηση των ενεργειών τους. Η εξάρθρωσή του ωστόσο δεν σταμάτησε τις επιθέσεις.

«Το ΙΚ έχει σίγουρα ηττηθεί στρατιωτικά», δήλωσε ο Ιβ Τροτινιόν, πρώην αναλυτής αντιτρομοκρατίας στο DGSE, «όμως από τη μία πλευρά εξακολουθούν να υπάρχουν περίπου 3.000 μαχητές στη Συρία και το Ιράκ, που είναι πολλοί, και από την άλλη πρέπει να θυμόμαστε ότι το 2009 οι οργανώσεις που προηγήθηκαν του ΙΚ στο Ιράκ ηττήθηκαν στρατιωτικά όμως χρειάστηκαν μόνο δυόμιση χρόνια για να εκμεταλλευθούν τη συριακή επανάσταση και να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους».

Ο τρόπος που θα αντιμετωπιστεί η μετά ΙΚ εποχή θα είναι κρίσιμος ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η σουνιτική κοινότητα να στραφεί, σε μερικούς μήνες ή χρόνια, προς ένα άλλο τζιχαντιστικό κίνημα το οποίο θα ισχυριστεί ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντά της, εκτιμούν όλοι οι ειδικοί.

Στο μεταξύ ο μεγάλος κατάλογος των επιθέσεων, των τρομοκρατικών χτυπημάτων ή των αποτραπέντων χτυπημάτων στη διάρκεια του 2017 αποδεικνύει ότι το παγκόσμιο τζιχαντιστικό κίνημα, στο οποίο πρέπει να εξακολουθήσουμε να υπολογίζουμε την αλ Κάιντα, είναι ανθεκτικό.

«Η χειρουργική επιχείρηση στο Ιράκ και τη Συρία πέτυχε, αλλά, όπως συνέβη στο Αφγανιστάν με την αλ Κάιντα, ο καρκίνος έκανε μετάσταση και οι περιοχές του τζιχάντ άλλαξαν», προσθέτει ο Τροτινιόν. «Το ΙΚ νικήθηκε, όμως η τρομοκρατική απειλή κάθε άλλο παρά εξαφανίστηκε. Εξελίχθηκε σε ό,τι αφορά τους δράστες, τη μεθοδολογία (…) Οι Αμερικανοί ερευνητές εκτιμούν ότι το φαινόμενο θα διαρκέσει πολλές γενιές», επισημαίνει.

Ο Αμερικανός συνταγματάρχης Ράιαν Ντίλον, εκπρόσωπος της συμμαχίας εναντίον των τζιχαντιστών, είχε διαβεβαιώσει πρόσφατα ότι οι μαχητές του ΙΚ «αν και εξακολουθούν να αποτελούν απειλή, δεν είναι πλέον ο στρατός που ήταν το 2014. Αυτό δεν σημαίνει το τέλος του Νταές».

Στο μεταξύ έχει ξεκινήσει η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων: στις 30 Νοεμβρίου το Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι 400 πυροβολητές των Πεζοναυτών που είχαν αναπτυχθεί στη Συρία θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους.

Αν και το ΙΚ δεν ανέλαβε επισήμως την ευθύνη για την επίθεση αυτή, η σφαγή στα τέλη Νοεμβρίου 305 πιστών σούφι, τους οποίους οι τζιχαντιστές θεωρούν αιρετικούς, στο τέμενος αλ Ράουντα στο βόρειο Σινά αποδεικνύει τη στροφή της οργάνωσης προς ολοένα και πιο αιματηρές επιθέσεις, τις οποίες εξαπολύει αδιακρίτως και οι οποίες ενδέχεται να εμπνεύσουν κάποιους εξτρεμιστές.

«Τα παρακλάδια του Νταές κυρίως στην Αίγυπτο αλλά και στη Λιβύη, την Υεμένη, το Αφγανιστάν και τη νοτιοανατολική Ασία παραμένουν απειλητικά», εκτιμά ο Ζαν-Πιερ Φιλιού, καθηγητής στο Sciences-Po του Παρισιού.

«Και η τζιχαντιστική προπαγάνδα, αν και πιο περιορισμένη σε σχέση με την περίοδο του ψευδοχαλιφάτου, εξακολουθεί να συντηρεί τους υποστηρικτές και τα δίκτυα σε όλο τον κόσμο», προσθέτει.