Η μοναδική ανήκουσα σε ιδιωτική συλλογή παραλλαγή του πίνακα «Η Κραυγή» του Έντβαρτ Μουνχ θα τεθεί σε δημοπρασία από τον οίκο Sotheby’s, σε μία συνεδρία που θα οργανώσει στις 2 Μαΐου στη Νέα Υόρκη, ελπίζοντας ότι το έργο θα αποφέρει κέρδη άνω των 80 εκατ. δολαρίων.
Το έργο του 1895 είναι ιδιοκτησία του νορβηγού επιχειρηματία Πέτερ Όλσεν, του οποίου ο πατέρας υπήρξε φίλος, γείτονας και χορηγός του Μουνχ, δήλωσε σήμερα ο οίκος δημοπρασιών.
Υπάρχουν τέσσερις παραλλαγές του διάσημου έργου, που παρουσιάζει μία ανθρώπινη μορφή να φέρνει τα χέρια του στο ύψος των αυτιών και να ουρλιάζει με προφανή εκφραστικότητα. Οι υπόλοιπες τρεις παραλλαγές ανήκουν στις συλλογές ισάριθμων νορβηγικών μουσείων.
Ο Σάιμον Σόου, πρώτος αντιπρόεδρος και επικεφαλής του τομέα Ιμπρεσιονισμού και Μοντέρνας Τέχνης των Sotheby’s στη Νέα Υόρκη, χαρακτήρισε τον πίνακα (παστέλ πάνω σε ξύλο) ως «ένα από τα σημαντικότερα έργα που ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές».
«Δεδομένου ότι σπάνια καταλήγουν στην αγορά τέχνης τέτοια εμβληματικά έργα, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς την αξία της ‘Κραυγής’. Πάντως, με βάση τις πρόσφατες επιδόσεις άλλων αριστουργημάτων στους Sotheby’s προοιωνίζει πως η τιμή του θα ξεπεράσει τα 80 εκατ. δολάρια», τόνισε ο Σόου.
Ο οίκος χαρακτηρίζει τον πίνακα του Μουνχ ως μία από τις πλέον άμεσα αναγνωρίσιμες εικόνες στον χώρο της τέχνης και της καθημερινής κουλτούρας, με τη μόνη που ενδεχομένως να την ξεπερνά σε αναγνωρισιμότητα κι αποδοχή να είναι η «Μόνα Λίζα» του Λεονάρντο Ντα Βίντσι.
Η ανάγνωση του πίνακα ως έκφραση όχι μόνον της προσωπικής αγωνίας του καλλιτέχνη, αλλά και κατ’ επέκταση του υπαρξιακού άγχους του σύγχρονου ανθρώπου, φέρει τον Μουνχ στην ίδια δημιουργική περιωπή με τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, ως καλλιτέχνες που επιζήτησαν να μεταφέρουν τις ψυχικές και ψυχολογικές τους εμπειρίες στον καμβά.
Ο Sotheby’s προσθέτει πως η προς δημοπράτηση παραλλαγή αποτελεί τον πιο εμπρεσιονιστικό και «πιο πολύχρωμο και πάλλοντα» από τους τέσσερις πίνακες και μόνον σε αυτή ένα από τα πρόσωπα που απαθανατίζονται στο βάθος γυρίζει να κοιτάξει το τοπίο της διαγραφόμενης πόλεως.
Στο έργο περιλαμβάνεται επίσης και μία ιδιόχειρη επιγραφή του Μουνχ στο τελάρο του, όπου επεξηγεί τα βαθύτερα κίνητρα του θέματός του: «Οι φίλοι μου προχώρησαν μπροστά /εγώ έμεινα πίσω/ τρέμοντας από την Αγωνία/ Αισθάνθηκα τη μεγάλη Κραυγή στη Φύση».
Ο ιδιοκτήτης του πίνακα τόνισε πως τα έσοδα από την πώληση του πίνακα θα διατεθούν για την ανέγερση ενός νέου μουσείου, ενός κέντρου τέχνης, και ενός ξενοδοχείου στο οικογενειακό του αγρόκτημα στη Νορβηγία.
Ο πατέρας του Όλσεν, γόνος εφοπλιστικής οικογένειας, στήριξε τον Μουνχ στη δεκαετία του ’20 και οι δύο τους ήσαν γείτονες στο Χβίτστεν της Νορβηγίας. Στη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής, κατά την οποία τα έργα του Μουνχ είχαν χαρακτηρισθεί «εκφυλισμένη τέχνη» και είχαν αφαιρεθεί από την δημόσια θέα, ο Όλσεν βοήθησε ώστε να διασωθούν από την καταστροφή 74 από τους πίνακές του.
Προτού η οικογένεια του Όλσεν εγκαταλείψει τη Νορβηγία το 1940 πρόλαβε να ασφαλίσει τα έργα στο οικογενειακό αγρόκτημα στο Σάντμπου έως την απελευθέρωση της χώρας από τη ναζιστική μπότα το 1945.