Πριν από την επίθεση του κινεζικού στρατού εναντίον των φιλοδημοκρατικών ακτιβιστών στην Πλατεία Τιενανμέν, στις 4 Ιουνίου 1989, και την απεργία του πείνας που ακολούθησε, ο άνθρωπος ο οποίος έμελλε να γίνει ο πιο γνωστός διαφωνών στη χώρα, ο Λιού Σιαομπό, έλεγε: «Δεν έχουμε εχθρούς» σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Όταν δικάστηκε το 2009 με την κατηγορία της «υποκίνησης σε ανατροπή της κρατικής εξουσίας» λόγω της συμμετοχής του στη συγγραφή και στη διάδοση της περίφημης Χάρτας του 2008 και λόγω 6 κειμένων του που δημοσιεύτηκαν στο Διαδίκτυο, ο Λιού επανέλαβε: «Δεν έχω εχθρούς, δεν έχω μίσος».
Την ίδια χρονιά, στις 25 Δεκεμβρίου 2009, καταδικάστηκε σε ενδεκαετή ποινή κάθειρξης, προκαλώντας διαδηλώσεις διαμαρτυρίας από τις ΗΠΑ, από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και από οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες καταδίκαζαν την βαριά ποινή που του επιβλήθηκε και ζητούσαν τη σύντομη αποφυλάκισή του. Το 2010 ο Λιού βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης.
Χθες Πέμπτη, πέθανε σε ηλικία 61 ετών από πολλαπλή ανεπάρκεια οργάνων, όπως ανακοίνωσε η κυβέρνηση της βορειοανατολικής κινεζικής πόλης Σενιάνγκ, όπου νοσηλευόταν το τελευταίο διάστημα έχοντας διαγνωστεί με καρκίνο του ήπατος σε τελικό στάδιο.
Η χήρα του, η Λιού Σία, είχε δηλώσει στο Reuters ότι ο σύζυγός της ήθελε να αφιερώσει το βραβείο Νόμπελ σε εκείνους που έχασαν τη ζωή τους στην εξέγερση της Τιενανμέν.
«Είπε ότι το βραβείο του θα πρέπει να αφιερωθεί σε όλα τα θύματα της 4ης Ιουνίου», είχε δηλώσει η Σία έπειτα από την επίσκεψή της στη φυλακή όταν ανακοινώθηκε η βράβευσή του. «Ήταν λυπημένος, αρκετά ταραγμένος. Έκλαιγε. Ένιωθε ότι ήταν δύσκολο να το διαχειριστεί».
Η Λιού Σία βρισκόταν σε κατ΄οίκον περιορισμό από τότε που βραβεύτηκε ο σύζυγός της με Νόμπελ, αλλά της επιτρεπόταν να τον επισκέπτεται στη φυλακή περίπου μια φορά τον μήνα. Στη Σία, η οποία πάσχει από κατάθλιψη, επιτράπηκε να βρίσκεται μαζί του στο νοσοκομείο κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του.
Η Χάρτα 2008
Από το 1989 ο Λιού ήταν πονοκέφαλος για το Πεκίνο. Τότε ήταν που διαπραγματεύτηκε συμφωνία για να επιτραπεί στους διαδηλωτές να φύγουν από την πλατεία Τιενανμέν πριν από την εισβολή του στρατού και των τανκς.
«Η χρήση του νόμου για την προώθηση των δικαιωμάτων μπορεί να έχει μόνο περιορισμένο αντίκτυπο όταν η δικαστική εξουσία δεν είναι ανεξάρτητη», δήλωνε ο Λιού στο Reuters το 2006, όταν βρισκόταν σε κατ΄οίκον περιορισμό.
Η Χάρτα 2008 είχε προκαλέσει ανησυχία στο Κομμουνιστικό Κόμμα περισσότερο για τις 350 υπογραφές αξιωματούχων από κάθε κοινωνικό επίπεδο παρά για το ίδιο το περιεχόμενό της, συμφωνούν πολιτικοί αναλυτές.
Το μανιφέστο αυτό συντάχθηκε με βάση την Χάρτα 77, το μανιφέστο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία το 1977 (Σ.τ.Σ: Την Χάρτα 77 υπέγραφαν 242 διαφωνούντες προς το κομμουνιστικό καθεστώς διανοούμενοι. Σκοπός τους ήταν να αγωνισθούν ατομικά και συλλογικά για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα τους και σε όλο τον κόσμο, δικαιωμάτων που παραβιάζονταν ωμά σε όλες τις κομμουνιστικές χώρες).
Όσοι υπέγραφαν τη Χάρτα 2008 απαιτούσαν 19 δικαιώματα τα οποία συνθέτουν αυτό που ονομάζεται σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Ανθρώπινα και ατομικά δικαιώματα που όπως έγραφε ο Λιού στο βιβλίο του με τίτλο «Χωρίς εχθρούς, χωρίς μίσος: Επιλεγμένα δοκίμια και ποιήματα» (Σ.τ.Σ: Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη), είναι παγκόσμια και όχι μόνο δυτικά. Αφορούν όλους και όχι μόνο τους Ευρωπαίους ή μόνο τους χριστιανούς. Όπως γράφει, καμία δύναμη δεν μπορεί να εμποδίσει τη δίψα για ελευθερία, η οποία ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση.
Ο Μπάο Τονγκ, ο πιο υψηλόβαθμος κινέζος αξιωματούχος, ο οποίος φυλακίστηκε για τις διαδηλώσεις στην Τιενανμέν, δήλωσε ότι σχεδόν ολόκληρο το περιεχόμενο της Χάρτας 2008, περιλαμβανόταν ήδη στο Σύνταγμα της Κίνας (ελευθερία του λόγου, ελευθερία του Τύπου και ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι.
«Δεν υπήρχε τίποτα το ανατρεπτικό», έγραψε σε κείμενό του που εστάλη στο Reuters σήμερα. Ο Μπάο υπήρξε κάποτε ο πιο έμπιστος σύμβουλος του Ζάο Ζιγιάνγκ, του μεταρρυθμιστή ηγέτη, ο οποίος καθαιρέθηκε από την ηγεσία του Κινεζικού Κομουνιστικού Κόμματος το 1989 διότι εναντιώθηκε στην καταστολή της εξέγερσης στην πλατεία Τιενανμέν από τον στρατό.
Ο Λιού δεν έπαψε ποτέ να μάχεται για τα δικαιώματα της οργάνωσης «Μητέρες της Τιενανμέν» (Σ.τ.Σ: της ένωσης γονέων που έχασαν παιδιά στην αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων).
Ήταν περισσότερο γνωστός στο εξωτερικό σε σχέση με την πατρίδα του εξαιτίας της κυβερνητικής απαγόρευσης στο Ίντερνετ και στα κρατικά μέσα ενημέρωσης να αναφέρονται στις διαδηλώσεις της Τιενανμέν και στον ίδιο τον Λιού πέραν των σποραδικών άρθρων που καταδίκαζαν το έργο του.
Ο Λιού εθεωρείτο μετριοπαθής μεταξύ των υπόλοιπων κινέζων διαφωνούντων και των διεθνών οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το 2003 ο Λιού έγραψε ένα κείμενο με το οποίο καλούσε να απομακρυνθεί από μαυσωλείο στην Πλατεία Τιενανμέν η ταριχευμένη σορός του Μάο Τσετούνγκ, του ιδρυτή της ΛΔ της Κίνας, ο οποίος από πολλούς Κινέζους εξακολουθεί να θεωρείται ημίθεος.
Στη διάρκεια των χρόνων ο Λιού τιμήθηκε με πολυάριθμα βραβεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του λόγου, περιλαμβανομένων από τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, την Human Rights Watch και την οργάνωση του Χονγκ Κονγκ Human Rights Press.
Βιβλία του κυκλοφόρησαν στη Γερμανία, την Ιαπωνία, τις ΗΠΑ, το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν και αλλού.
Ήρωας για κάποιους, προδότης για άλλους
Ήρωας για πολλούς στη Δύση ο Λιού χαρακτηρίστηκε προδότης από τους κινέζους εθνικιστές.
Είχε δεχτεί πυρά από τους εθνικιστές για την δήλωσή σε συνέντευξή του το 2006 στο περιοδικό Open του Χονγκ Κονγκ, το οποίο δεν κυκλοφορεί πλέον, ότι η Κίνα «θα χρειαστεί 300 χρόνια αποικιοκρατίας για να γίνει όπως είναι σήμερα το Χονγκ Κονγκ». Η κινεζική κυβέρνηση τον θεωρούσε εγκληματία.
«Για τον Λιού Σιαομπό ό,τι λένε ή πράττουν οι ΗΠΑ είναι σωστό και ό,τι λέει ή κάνει το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι λάθος», λέει μια πηγή που συνδέεται με την κινεζική ηγεσία και αρνείται να κατονομαστεί.
Οι επικριτές του Λιού ήταν καχύποπτοι ως προς τα κίνητρα της επιτροπής του Βραβείου Νόμπελ Ειρήνης επισημαίνοντας ότι ο Λιού είχε χαιρετίσει τις εισβολές των ΗΠΑ σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Είχε εξάλλου δεχτεί επικρίσεις στη χώρα του και επειδή κάποιες ΜΚΟ, των οποίων ήταν επικεφαλής, λάμβαναν επιχορηγήσεις από μια αμερικανική ΜΚΟ, την National Endowment for Democracy (NED).
Τρίτο από τα πέντε αγόρια της οικογένειάς του, ο Λιού γεννήθηκε στην Τσανγκτσούν, την πρωτεύουσα της βορειοανατολικής επαρχίας Τζιλίν, στις 28 Δεκεμβρίου 1955.
Ο πατέρας του Λιού Λινγκ δίδασκε Κινεζική Λογοτεχνία στο Northeast Normal University, ενώ η μητέρα του εργαζόταν σε νηπιαγωγείο του πανεπιστημίου.
Το 1970, σε ηλικία 15 ετών, ο Λιού βρισκόταν με τους γονείς του όταν εστάλησαν σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην περιοχή της Έσω Μογγολίας την εποχή που βρισκόταν στο ζενίθ της η Πολιτιστική Επανάσταση.
Ο Λιού εργάστηκε για λίγο ως σοβατζής σε μια κρατική κατασκευαστική εταιρεία της Τσανγκτσούνγκ το 1976 και μετά την Πολιτιστική Επανάσταση που η Κίνα επανέφερε τις εθνικές εισαγωγικές εξετάσεις πέρασε στο πανεπιστήμιο.
Πήρε το πτυχίο του στην Κινεζική Λογοτεχνία από το πανεπιστήμιο Τζιλίν και το μεταπτυχιακό και διδακτορικό του από το πανεπιστήμιο του Πεκίνου Νόρμαλ.
Τα χρόνια της φυλακής
Ο Λιού είχε εγκλειστεί σε φυλακή ή σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας τέσσερις φορές, πέρα από τα σύντομα διαστήματα της κράτησής του σε κατ΄οίκον περιορισμό ενόψει «πολιτικά ευαίσθητων» επετείων.
Η πρώτη του εμπειρία στη φυλακή ήρθε μετά την καταστολή στην Τιενανμέν το 1989, όταν πέρασε 18 μήνες στη διαβόητη φυλακή πολιτικών κρατουμένων Κιντσένγκ.
Η αστυνομία τον έθεσε υπό κράτηση χωρίς την απαγγελία κατηγορίας στα περίχωρα του Πεκίνου το διάστημα Μαϊου 1995-Ιανουαρίου 1996 επειδή είχε συντάξει και διανείμει μια αίτηση ζητώντας δημοκρατία και κράτος δικαίου την περίοδο πριν από την έκτη μαύρη επέτειο της Τιενανμέν.
Ο Λιού Σιαομπό παντρεύτηκε την Λιού Σία το 1997 στη διάρκεια της τριετούς «αναμόρφωσής» του σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην βορειοανατολική πόλη Νταλιάν.