Μπορεί η Γαλλία να είναι γεμάτη από αφιερωματικές στήλες του Μεγάλου Πολέμου, τα «Φαντάσματα» του Πολ Λαντόφσκι δεν είναι όμως κατά κανέναν τρόπο σαν τα άλλα ηρώα.
Το έχουν χαρακτηρίσει ως το πιο αλλόκοτο πολεμικό μνημείο που έχει κατασκευαστεί ποτέ και πιθανότατα δεν έχουν άδικο.
Ο γλύπτης, ο Γάλλος Πολ Λαντόφσκι, ήταν γιος ενός πολωνού εμιγκρέ και μιας Γαλλίδας και πολέμησε στα χαρακώματα του Μεγάλου Πολέμου. Στα 39 του αισίως, η μονάδα του -132ο Σύνταγμα Πεζικού- κινητοποιήθηκε στις 6 Αυγούστου 1914, από τις πρώτες στιγμές του Α’ Παγκόσμιου δηλαδή.
Αφού πέρασε τέσσερα χρόνια στο μέτωπο και παρασημοφορήθηκε για τα ανδραγαθήματά του, αποστρατεύτηκε τον Ιανουάριο του 1919 και επέστρεψε στην καθημερινότητά του, αν και δεν φαινόταν διατεθειμένος να ξεχάσει.
Τον στοίχειωναν τα μυριάδες πτώματα των γάλλων στρατιωτών που είχε δει στα χαρακώματα, αλλά και οι τόσοι μαζικοί τάφοι που είχαν σκάψει για τους συστρατιώτες τους. Κι έτσι, αφού δεν μπορούσε να ξεχάσει, αποφάσισε να δουλέψει με τις τραγικές του μνήμες. Μπορεί σήμερα το όνομά του να είναι γνωστό ως ο γλύπτης του υπέροχου αγάλματος «Χριστός Λυτρωτής» (1931) που συνεχίζει να επιβλέπει το Ρίο ντε Τζανέιρο, εκείνος πάντως ήταν ήδη γνωστός καλλιτέχνης πριν ξεσπάσει καν ο Α’ Παγκόσμιος.
Κι έτσι ήταν απόλυτα ταιριαστό να του ζητήσουν το 1920 να φτιάξει ένα μνημείο για τους πεσόντες της Δεύτερης Μάχης του Μάρνη, καθώς δεν ήταν μόνο γλύπτης αλλά και βετεράνος του πολέμου. Η Γαλλία είχε χρηματοδοτήσει εξάλλου μνημεία πολέμου πραγματικά παντού στα εδάφη της, καθώς η μεταπολεμική κυβέρνηση ήθελε κάθε πόλη, χωριό και απομακρυσμένη κοινότητα να έχει το δικό της ηρώο.
Μόνο ομοιόμορφα δεν ήταν ωστόσο τα μνημεία, καθώς όλα επαφίονταν στην έμπνευση του καλλιτέχνη. Πλάι στις στήλες και τις πινακίδες, τους δίσκους και τα σιντριβάνια, υπήρχαν και τα αγάλματα, τα οποία συνήθιζαν να κλέβουν τις εντυπώσεις, ιδιαιτέρως όταν μιλούσαμε για συμπλέγματα ανθρώπων ή τη Μάριαν φυσικά, το γυναικείο σύμβολο της γαλλικής ανεξαρτησίας.
Πλέον υπήρχαν παντού άντρες που εφορμούσαν, που παρήλαυναν, που έστηναν ενέδρες ή κρύβονταν στα χαρακώματα. Άλλοτε με τα πιστόλια στα χέρια, άλλοτε με τις ξιφολόγχες προτεταμένες ή με συντρόφους στους ώμους τους, έκαναν όλων των λογιών τα πράγματα, ζωντανοί ή ακόμα και νεκροί, καθώς πολλά ηρώα δεν ήταν παρά συμβολικές αναπαραστάσεις.
Παρά τις διαφοροποιήσεις τους ωστόσο, υπήρχε ένα στοιχείο που ήταν κοινό σε όλα τα μνημεία: ο ρομαντισμός. Οι πεσόντες πήγαιναν σε ένα καλύτερο μέρος και δεν υπήρχε ποτέ ούτε το παραμικρό ίχνος φόβου ή αμφιβολίας στα πρόσωπά τους, ακόμα και σε όσους αποδίδονταν ως μελλοθάνατοι.
Άλλοι έσφιγγαν το στήθος τους, άλλοι έδειχναν στον ουρανό και άλλοι πάλι καλούσαν τους συντρόφους τους να συνεχίσουν τη μάχη. Κανείς τους δεν φοβόταν όμως ή είχε μετανιώσει για τον ηρωισμό του, έναν ηρωισμό που του στερούσε τώρα τη ζωή. Κι εδώ ακριβώς μπαίνει στην ιστορία μας ο Λαντόφσκι.
Ο οποίος αντί να επικεντρωθεί στο γεγονός ότι οι πεσόντες πήγαιναν σε ένα καλύτερο μέρος, αυτός έδωσε έμφαση στο… πήγαιναν. Και δεν δούλευε εξάλλου με μάρμαρο ή τερακότα, αλλά με γρανίτη. Γι’ αυτό χρειάστηκε ίσως 15 χρόνια για να ολοκληρώσει τις 8 παγερές μορφές του, που στήθηκαν κοντά κοντά λες η μία στην άλλη σαν για να βγουν φωτογραφία.
Οι εφτά ήταν ντυμένες με τις στρατιωτικές τους στολές και μία εμφανιζόταν να είναι εντελώς γυμνή. Ήταν νεκροί ή ζωντανοί; Ο καλλιτέχνης ονόμασε το σύμπλεγμά του «Τα φαντάσματα» (Les Fantοmes).
Το μνημείο στήθηκε σε έναν λοφίσκο (Butte Chalmont) κάπου 90 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Παρισιού που είχε δει ένα καλό μέρος των εχθροπραξιών της Δεύτερης Μάχης του Μάρνη. Τα γρανιτένια πνεύματα των πεσόντων κοιτούσαν πια από ψηλά τους ταξιδιώτες αρνούμενα να δοξάσουν τον θάνατο.
Το μόνο που ήθελαν ήταν να φέρουν τον άνθρωπο ενώπιον των ευθυνών του για τη φρικαλεότητα του πολέμου…