Οι βρετανικές εκλογές της 8ης Ιουνίου μπορεί να αναδειχθούν σε μάχη στήθος με στήθος, κάτι που σημαίνει ότι η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι ίσως να μην καταφέρει να εξασφαλίσει μια ξεκάθαρη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Η μάχη έχει αλλάξει από μια σίγουρη πλειοψηφία για τη Μέι, όπως έδειχναν αρχικά οι δημοσκοπήσεις, σε μια αμφίρροπη μάχη, στην οποία ίσως ακόμα και να μην εξασφαλίσουν οι Συντηρητικοί την πλειοψηφία – ένα αποτέλεσμα που θα προκαλέσει πολιτικό χάος πριν η Βρετανία ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις για την έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όλες οι μεγάλες δημοσκοπήσεις δείχνουν να προηγείται η Μέι, αλλά το προβάδισμα του Συντηρητικού Κόμματος έναντι των Εργατικών έχει συρρικνωθεί από τις 20 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες μόλις στις 3.
Ακολουθούν οι λεπτομέρειες για το τι χρειάζεται για να κερδίσει η Μέι και τι θα συμβεί εάν δεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία.
Προκειμένου να προκύψει μια πλειοψηφική κυβέρνηση, το μεγαλύτερο κόμμα πρέπει θεωρητικά να κερδίσει τουλάχιστον 326 έδρες από τις 650 περιφέρειες του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρακτικά, το όριο για την πλειοψηφία είναι περίπου 323, καθώς το ιρλανδικό εθνικιστικό κόμμα Σιν Φέιν δεν καταλαμβάνει στο κοινοβούλιο του Λονδίνου τις έδρες που κερδίζει στη Βόρεια Ιρλανδία.
Η αδυναμία να εξασφαλιστεί μια ξεκάθαρη πλειοψηφία για τους Συντηρητικούς θα έχει ως αποτέλεσμα η Μέι και ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν να προσπαθήσουν να βρουν εταίρους για να στηρίξουν μια νέα κυβέρνηση.
Ως απερχόμενη πρωθυπουργός, η Μέι έχει το δικαίωμα να κάνει την πρώτη προσπάθεια για τον σχηματισμό συνασπισμού, αλλά και η σκληρή της στάση για το Brexit («Το να μην υπάρξει συμφωνία είναι καλύτερο από το να έχουμε μια κακή συμφωνία») πιθανόν να καταστήσει την εύρεση του κατάλληλου εταίρου δύσκολη.
Μέχρι να σχηματιστεί η νέα κυβέρνηση, η Μέι και οι υπουργοί της διατηρούν τις θέσεις τους και νομικά τις εξουσίες τους για να λειτουργούν εξ ονόματος της χώρας, αν και αναμένεται να αποφύγουν να λάβουν σημαντικές αποφάσεις.
Η Μέι θα μπορούσε να επιχειρήσει να ηγηθεί μιας κυβέρνησης χωρίς να έχει την πλειοψηφία, προσπαθώντας να εξασφαλίσει κάθε φορά την στήριξη των αντιπάλων στο κοινοβούλιο. Αυτό θα θέσει σε δοκιμασία τη διακομματική στήριξη για τις προεκλογικές της δεσμεύσεις.
Ενώ η σκληροπυρηνική στρατηγική της Μέι για το Brexit βρίσκει αντίθετα όλα τα άλλα μεγάλα κόμματα, η Βρετανία έχει ήδη ξεκινήσει την αντίστροφη μέτρηση για την αποχώρησή της ενεργοποιώντας τη διετή διαπραγματευτική περίοδο με τις Βρυξέλλες. Είναι απίθανο η Μέι να συμφωνήσει να σταματήσει το διαζύγιο του Brexit.
Σε κάθε περίπτωση, τα σχέδια της Μέι συνεχίζουν να βασίζονται στην ικανότητά της να περάσει νόμους από τη Βουλή. Πρώτα να μετατρέψει την ευρωπαϊκή νομοθεσία σε βρετανικούς νόμους και μετά να σχεδιάσει μια νέα πολιτική για την εποχή μετά το Brexit για θέματα όπως η μετανάστευση και η φορολογία.
Οι καθυστερήσεις ή τα εμπόδια για αυτή τη νομοθεσία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τεράστιες αμφιβολίες για το πώς η Βρετανία θα μπορούσε να ελέγξει τα σύνορά της και να έχει εμπορικές σχέσεις με την ΕΕ μετά το Brexit.
Η δημοσιονομική ατζέντα της Μέι, που περιλαμβάνει σχέδια για ισοσκελισμένο προϋπολογισμό έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας μέσω της συνέχισης της ισχύουσας πολιτικής λιτότητας, επίσης θα βρει αντιδράσεις από αντίπαλα κόμματα.
Οι μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό σε θέματα όπως το κυνήγι της αλεπούς και οι περικοπές στις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας και εκπαίδευσης επίσης θα βρουν σημαντική αντίσταση, ενώ θα υπάρξουν αιτήματα να γίνουν τροποποιήσεις.
Ωστόσο, τα σχέδιά της να μειώσει τις αποδοχές των ανώτατων στελεχών, να δώσει λόγο στους εργαζόμενους σε ό,τι αφορά τη στρατηγική μιας εταιρίας και να καταστήσει την εξαγορά βρετανικών εταιριών από ξένες επιχειρήσεις δυσκολότερη θα μπορούσαν αρχικά να εξασφαλίσουν στήριξη αν και άλλοι πιθανόν να ζητήσουν αλλαγές στις πολιτικές πριν συμφωνήσουν να τις στηρίξουν.
Οι Συντηρητικοί σχημάτισαν συνασπισμό το 2010 με τους κεντρώους, ευρωπαϊστές Φιλελεύθερους Δημοκράτες ως εταίρο. Κυβέρνησαν μαζί έως το 2015.
Τα δύο κόμματα πιθανόν να επανενωθούν σε ένα συνασπισμό χωρίς μεγάλους συμβιβασμούς, με βάση τον κεντρικό άξονα των προεκλογικών τους εξαγγελιών: το Brexit.
Οι Συντηρητικοί έχουν υποσχεθεί να αποδεσμευθούν πλήρως από την ΕΕ ανεξάρτητα από το εάν μπορεί να επιτευχθεί μια ικανοποιητική συμφωνία εξόδου. Αντίθετα, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες έχουν υποσχεθεί στους ψηφοφόρους ένα δεύτερο δημοψήφισμα για το εάν δέχονται ή όχι μια συμφωνία με τις Βρυξέλλες.
Οι υπολογισμοί δεν φαίνεται να ευνοούν έναν δεύτερο συνασπισμό. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες έπεσαν στις 8 έδρες το 2015 από τις 57 το 2010 και δεν προβλέπεται να ανακάμψουν σημαντικά, κάτι που περιορίζει την δυνατότητά τους να αυξήσουν τη στήριξη προς τη Μέι πάνω από το απαιτούμενο όριο.
Επικεφαλής του κόμματος είναι ο 47χρονος Τιμ Φάρον, που ξεκίνησε την εκστρατεία του λέγοντας στους Βρετανούς ότι θα έχουν τη δυνατότητα να απορρίψουν το Brexit σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα και να παραμείνουν εντός της ΕΕ.
Οι άλλες επιλογές των Συντηρητικών για συμμαχίες είναι περιορισμένες. Παραδοσιακά μπορούν να βασιστούν στη στήριξη του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας, το οποίο το 2015 κέρδισε 8 έδρες. Το Εθνικό Κόμμα της Σκοτίας (SNP), που στις τελευταίες εκλογές κέρδισε 56 έδρες είναι ιδεολογικά αντίθετο με τους Συντηρητικούς.
Η επικεφαλής του SNP Νίκολα Στέρτζον και ο αντιπρόεδρός του κόμματος Άνγκους Ρόμπερτσον υποστηρίζουν ότι η Σκοτία, όπου η πλειοψηφία των πολιτών τάχθηκε υπέρ της παραμονής στην ΕΕ πέρυσι, δεν θα πρέπει να δεσμεύεται από τα σχέδια της Μέι να αποχωρήσει από την ενιαία αγορά της ΕΕ και να έχει το δικαίωμα να διενεργήσει δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της στο τέλος της διαδικασίας του Brexit.
Ένα κοινοβούλιο όπου κανένα κόμμα δεν θα εξασφαλίζει την πλειοψηφία θα μπορούσε να αποδειχθεί πλεονέκτημα για τους Εργατικούς, ακόμα και αν κερδίσουν λιγότερες έδρες από τους Συντηρητικούς, καθώς είναι πολιτικά πιο κοντά σε μικρότερα αντίπαλα κόμματα σε πολλά θέματα. Οι Εργατικοί έχουν πει ότι θα προσπαθήσουν να σχηματίσουν μια κυβέρνηση μειοψηφίας και ο Κόρμπιν έχει αρνηθεί να συζητήσει το σχηματισμό συνασπισμού μετά τις 8 Ιουνίου.
Ο ίδιος έχει δεσμευθεί να λάβει υπόψη του τα αποτελέσματα του περυσινού δημοψηφίσματος για το Brexit, όπου το 52% των Βρετανών τάχθηκε υπέρ της αποχώρησης και το 48% υπέρ τη παραμονής στην ΕΕ.
Ωστόσο, οι Εργατικοί έχουν προσπαθήσει να μετριάσουν τη στρατηγική της Μέι για το Brexit, κάτι που μπορεί να καταστήσει ευκολότερο έναν συμβιβασμό με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, που έχουν αποκλείσει κάθε συνασπισμό, ή τους ευρωπαϊστές SNP, που λένε ότι θέλουν να σταματήσουν μια ακόμα κυβέρνηση Συντηρητικών.
Οι Εργατικοί έχουν πει ότι θα ακυρώσουν τις διαπραγματευτικές προτεραιότητες της Μέι για το Brexit, και αντ’ αυτού θα επικεντρωθούν στις συνομιλίες με στόχο να διατηρήσουν τα πλεονεκτήματα της ενιαίας αγοράς και της τελωνειακής ένωσης της ΕΕ. Έχουν επίσης υποσχεθεί να διαβουλεύονται πιο στενά με το κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Ο Κόρμπιν, που θα είναι επικεφαλής για τη διαπραγμάτευση οποιασδήποτε συμφωνίας συνασπισμού, έχει πει ότι θα διασφαλίσει ότι θα υπάρχει μια συμφωνία με την ΕΕ πριν η Βρετανία αποχωρήσει και θα δώσει στη βουλή την ευκαιρία για μια «ουσιαστική ψηφοφορία» για την αποδοχή ή μη των όρων της τελικής συμφωνίας.
Οι Εργατικοί δεν έχουν προσδιορίσει τι συνιστά μια ουσιαστική ψηφοφορία, και ενδεχομένως αυτό να δώσει τη δυνατότητα στα φιλοευρωπαϊκά κόμματα να ζητήσουν το κοινοβούλιο να έχει την εξουσιοδότηση να στείλει την κυβέρνηση και πάλι πίσω στις Βρυξέλλες προκειμένου να πάρει μια καλύτερη συμφωνία – ή ακόμα και να σταματήσει εξ ολοκλήρου τη διαδικασία του Brexit.
Πέρα από το Brexit, οι Εργατικοί σχεδιάζουν μια ριζοσπαστική αλλαγή στη δημοσιονομική πολιτική της Βρετανίας: αύξηση των φόρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα οικονομικά ανώτερα στρώματα για να καλύψουν τις υψηλότερες δαπάνες για εκπαίδευση, υγεία και αστυνόμευση – μια ατζέντα που θα μπορούσε να βρει υποστηρικτές στο SNP που τάσσεται κατά της λιτότητας.
Ο εκπρόσωπος των Εργατικών για θέματα Οικονομίας και στενός σύμμαχος του Κόρμπιν, ο Τζον ΜακΝτόνελ, υποστηρίζει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι θα μειωθεί το δημόσιο χρέος κατά τη διάρκεια της επόμενης κοινοβουλευτικής θητείας.
Ωστόσο, οι Εργατικοί έχουν επίσης δεσμευθεί να δημιουργήσουν ένα ταμείο 250 δισεκ. λιρών για επενδύσεις σε υποδομές σε βάθος 10ετίας, υποδηλώνοντας ότι θα χρηματοδοτείται μέσω δανεισμού.
Οικονομολόγοι αναμένουν ότι μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία των Εργατικών θα αυξήσει σημαντικά τις εκδόσεις ομολόγων, έχοντας ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους δανεισμού μακροπρόθεσμα.
Σε ένα από τα πιο αριστερά μανιφέστο των Εργατικών εδώ και δεκαετίες, όπως χαρακτηρίστηκε, οι Εργατικοί έχουν επίσης υποσχεθεί να θέσουν στο στόχαστρό τους τις πολυεθνικές εταιρίες και αυτούς, που σύμφωνα με τον Κόρμπιν, «εξάγουν πλούτο».
Οι Εργατικοί έχουν δεσμευθεί να αυξήσουν το συντελεστή για τη φορολογία επιχειρήσεων στο 26% από το 19% και να επιβάλουν υψηλότερους φόρους στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια.