Η Νάντια Μουράντ, μια από τις γνωστότερες ακτιβίστριες των Γιαζίντι που είχε κρατηθεί αιχμάλωτη από το Ισλαμικό Κράτος, επέστρεψε σήμερα στο σπίτι της στο Κότσο, για πρώτη φορά αφότου έπεσε στα χέρια των τζιχαντιστών και πουλήθηκε ως σκλάβα του σεξ, πριν από τρία χρόνια.
Με δάκρυα στα μάτια, η 24χρονη Μουράντ ζήτησε από τη διεθνή κοινότητα να βοηθήσει για να απελευθερωθούν και άλλες γυναίκες της θρησκευτικής μειονότητας που παραμένουν όμηροι των τζιχαντιστών.
Η Νάντια αιχμαλωτίστηκε στο Κότσο, κοντά στο Σιντζάρ του Ιράκ, μια περιοχή όπου κατοικούσαν περίπου 400.000 Γιαζίντι. Μεταφέρθηκε στη Μοσούλη όπου την βασάνισαν και την βίασαν κατ’ επανάληψη. Δραπέτευσε τρεις μήνες αργότερα, κατάφερε να φτάσει σε έναν προσφυγικό καταυλισμό και από εκεί στη Γερμανία. Η Μουράντ δεν δίστασε να μιλήσει δημόσια για το δράμα των γυναικών Γιαζίντι, στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Για τη δράση της, ήταν υποψήφια για το Νόμπελ Ειρήνης και ορίστηκε πρέσβειρα καλής θέλησης του ΟΗΕ.
Επιστρέφοντας για πρώτη φορά στο χωριό της μετά την απαγωγή της, το 2014, έβαλε τα κλάματα όταν είδε το παλιό της σχολείο. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα το σχολείο βρισκόταν στα χέρια των τζιχαντιστών. Εκεί, οι άνδρες του Ισλαμικού Κράτους είχαν συγκεντρώσει πριν από τρία χρόνια τους κατοίκους του χωριού: έστειλαν τα παιδιά σε στρατόπεδα εκπαίδευσης, σκότωσαν τους άνδρες και πούλησαν τις γυναίκες και τα κορίτσια για σκλάβες. Υπολογίζεται ότι συνολικά 3.500 γυναίκες έγιναν σκλάβες των τζιχαντιστών.
«Ελπίζαμε ότι θα ακολουθούσαμε τη μοίρα των ανδρών, ότι θα μας σκότωναν. Αντί γι’ αυτό Ευρωπαίο, Σαουδάραβες, Τυνήσιοι και άλλοι μαχητές ήρθαν και μας βίασαν και μας πούλησαν», είπε η Νάντια Μουράντ στο Thomson Reuters Foundation, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Στο Κότσο έχουν βρεθεί επτά ομαδικοί τάφοι και η Μουράντ ζήτησε να γίνει εκταφή των πτωμάτων. «Ξεκινήστε μια έρευνα για αυτούς που έχασαν τα πάντα, τους γονείς τους, τους ανθρώπους που δεν μπορούν να επιστρέψουν στα χωριά τους», συνέχισε, κατηγορώντας τη διεθνή κοινότητα ότι δεν έχει ανταποκριθεί στις ευθύνες της και δεν έχει απελευθερώσει τις αιχμάλωτες γυναίκες.
Στο παρελθόν η Μουράντ είχε ζητήσει να αναγνωριστεί ως γενοκτονία η σφαγή των Γιαζίντι.
Σήμερα επισκέφθηκε το χωριό της συνοδευόμενη από την αδελφή της και περιστοιχισμένη από Γιαζίντι μαχητές. Ανέβηκε μάλιστα στην ταράτσα του σχολείου για να μιλήσει στο πλήθος. Πολλοί συγχωριανοί της έκλαιγαν ακούγοντάς την και ευχαρίστησαν τις δυνάμεις που μάχονται για την απελευθέρωση της περιοχής τους.
Η αδελφή της Νάντιας, η 30χρονη Χαϊρίγια, κρατήθηκε επίσης ως σκλάβα επί πέντε μήνες πριν καταφέρει να δραπετεύσει. Όπως είπε, δεν φανταζόταν ότι κάποια μέρα θα κατάφερνε να επιστρέψει στο σπίτι της. Μια ανιψιά τους παραμένει μέχρι και σήμερα αιχμάλωτη των τζιχαντιστών.
Η επίσκεψη των αδελφών, υπό δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, κατέστη δυνατή αφού παραστρατιωτικές δυνάμεις που πρόσκεινται στο Ιράν και μάχονται στο πλευρό των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων κατάφεραν να φτάσουν στα σύνορα με τη Συρία, για πρώτη φορά, απελευθερώνοντας τα χωριά των Γιαζίντι από το Ισλαμικό Κράτος.
Στον ιστότοπό της η Μουράντ αφηγείται πώς έξι από τους εννέα αδελφούς της σκοτώθηκαν στη σφαγή του Κότσο ενώ η μητέρα της εκτελέστηκε γιατί ήταν «πολύ ηλικιωμένη» για να πουληθεί ως σκλάβα του σεξ. Συνολικά, 18 μέλη της οικογένειάς της σκοτώθηκαν ή αγνοούνται.
Η Νάντια Μουράντ, που σήμερα ζει στη Γερμανία, σκοπεύει να εκδόσει φέτος ένα βιβλίο-μαρτυρία που θα τιτλοφορείται: «Το τελευταίο κορίτσι: η ιστορία της αιχμαλωσίας μου και ο αγώνας μου κατά του Ισλαμικού Κράτους».
«Οι άνθρωποι είναι πολύ υπερήφανοι για τη Νάντια. Όταν έρχεται στον καταυλισμό, όλοι έρχονται για να την δουν. Οι Γιαζίντι την λατρεύουν», είπε η αδελφή της, η οποία ζει στον καταυλισμό Ρουάνγκα, στο Ιρακινό Κουρδιστάν.