Εκλογές προβλέπει, σύμφωνα με αναλυτές, ο Ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι, παρά την απόρριψη της πρότασης μομφής κατά του υφυπουργού Άμυνας, Τζάκομο Καλιέντο.

Οι πολιτικές και αριθμητικές ισορροπίες όμως που προέκυψαν από την ψήφο δεν ικανοποίησαν τον «Καβαλιέρε», αφού σε σύνολο 603 ψηφισάντων βουλευτών, τα «όχι» στην πρόταση μομφής κατά του υφυπουργού που φέρεται να συμμετείχε σε μυστική, παράνομη οργάνωση, ήταν μόνον 299, τα «ναι» 229 και 75 ήταν οι αποχές.

Αυτό δείχνει ξεκάθαρα ότι η κεντροδεξιά συμπολίτευση απέχει σημαντικά από τους 316 βουλευτές, που αποτελούν και το αναγκαίο 50% συν μία ψήφο, για να μπορεί να συνεχίσει, απρόσκοπτα, το κυβερνητικό έργο.

Οι αναλυτές τονίζουν, σήμερα, ότι ο Ιταλός πρωθυπουργός, μιλώντας με τους συνεργάτες του, επανέλαβε επανειλημμένα ότι «δεν πρόκειται να αφήσει να τον φθείρουν».

Πολιτικοί σχολιαστές υπογραμμίζουν ότι είναι δύσκολο να σκεφθεί, κανείς, ότι ο πρωθυπουργός, θα διαπραγματεύεται, στο εξής, με τον Φίνι και τους 34 βουλευτές του, κάθε σημαντικό νόμο που μπορεί να αφορά την αναμόρφωση της δικαιοσύνης, το φορολογικό και το ομοσπονδιακό σύστημα, τη σχέση πολιτικής-δικαιοσύνης.

Ο ιταλικός Τύπος, αναφέρει ότι οι πιο πιθανές περίοδοι για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, είναι ο Νοέμβριος και η ερχόμενη άνοιξη. Η δεύτερη αυτή λύση φαίνεται πιο ρεαλιστική, δεδομένων και των αναγκαίων χρονικών περιθωρίων για τη διάλυση του κοινοβουλίου και τη διεξαγωγή της προεκλογικής περιόδου.

Δύο κύρια πολιτικά ζητήματα, όμως, παραμένουν ανοικτά: η τελική απόφαση για προσφυγή στις κάλπες ανήκει στον Ιταλό πρόεδρο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, ο οποίος μπορεί να προσπαθήσει να διερευνήσει, σε βάθος, τις δυνατότητες σύστασης οικουμενικής κυβέρνησης. Η κεντροαριστερά, βλέπει θετικά μια τέτοια λύση, για να αλλάξει ο εκλογικός νόμος, αλλά η Λέγκα και ο πρωθυπουργός, είναι κάθετα αντίθετοι.

Σε ό,τι αφορά, επίσης, τη ρήξη Μπερλουσκόνι-Φίνι, ο «Καβαλιέρε», όπως αφήνουν να εννοηθεί οι σύμβουλοί του, θα πρέπει να καταφέρει να πείσει τους ψηφοφόρους ότι η κρίση δεν προκλήθηκε από την αδιαλλαξία του και τη διαγραφή του Φίνι, αλλά, αντιθέτως, από τις προσπάθειες του προέδρου της βουλής, να διασπάσει και να αποδυναμώσει την κεντροδεξιά.