Οι υπουργοί Εσωτερικών της ΕΕ συνέχισαν να εξετάζουν σχέδια για τη χρηματοδότηση καταυλισμών στην Αφρική όπου η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και οργανώσεις αρωγής θα επεξεργάζονται τις αιτήσεις προσφύγων και μεταναστών, με στόχο να αποτρέπεται η προσπάθειά τους να διαπλέουν τη Μεσόγειο με προορισμό την Ευρώπη.
Σύμφωνα με όσα μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ο διάπλους από τη Λιβύη προς την Ιταλία, τον οποίο χειρίζονται διακινητές, είναι πλέον η βασική θαλάσσια οδός για πρόσφυγες και μετανάστες που αναζητούν καλύτερη ζωή στην πλούσια Ευρώπη. Η ΕΕ θέλει να την κλείσει και να υποδέχεται μόνο πρόσφυγες. Υπολογίζεται ότι μόνο το 2016 πάνω από 4.500 άνθρωποι πνίγηκαν προσπαθώντας να φθάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει μια ναυτική αποστολή στη Μεσόγειο και εκπαιδεύει το Λιμενικό Σώμα της Λιβύης προκειμένου να μειώσει τον αριθμό των ανθρώπων που αποπειρώνται το ταξίδι. Τώρα, επιδιώκει επίσης οι μετανάστες οι οποίοι διασώζονται στη θάλασσα να μεταφέρονται εκεί από όπου αναχώρησαν.
«Η ιδέα είναι να τους μεταφέρουμε σε ασφαλή τοποθεσία», αλλά «χωρίς να τους φέρνουμε στην Ευρώπη», είπε ενώπιον δημοσιογράφων ο υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας Τόμας ντε Μεζιέρ στη Βαλέτα, την πρωτεύουσα της Μάλτας.
«Οι άνθρωποι τους οποίους μεταφέρουν οι διακινητές πρέπει να διασώζονται και να μεταφέρονται σε ασφαλή τοποθεσία» και «κατόπιν, από αυτή την ασφαλή τοποθεσία, θα μπορούμε να φέρνουμε στην Ευρώπη μόνο εκείνους οι οποίοι έχουν ανάγκη (διεθνή) προστασία».
Τους καταυλισμούς οι οποίοι θα στηθούν στη Λιβύη ή κάποια γειτονική χώρα θα διαχειρίζεται η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) ή ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ), ώστε να γίνεται έλεγχος στοιχείων των προσφύγων και των μεταναστών και να επιστρέφουν όσοι δεν δικαιούνται άσυλο στις πατρίδες τους.
Οι περισσότεροι εξ όσων πήραν τη θαλάσσια οδό από τη Λιβύη προς την Ιταλία πέρυσι ήταν οικονομικοί μετανάστες, που δεν έχουν καμιά πιθανότητα να τους χορηγηθεί πολιτικό άσυλο στην ΕΕ.
Μετά την έλευση ενός εκατομμυρίου και πλέον προσφύγων και μεταναστών στην ΕΕ το 2015, πολλοί εκ των οποίων ήσαν Σύροι που έφυγαν για να σωθούν από τον πόλεμο στην πατρίδα τους, τα κράτη μέλη επέβαλαν πολύ πιο αυστηρούς ελέγχους κυρίως στα εξωτερικά τους σύνορα κάνοντας πολύ πιο δύσκολο για τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο να εισέλθουν στην επικράτειά τους.
Προσφέρει επίσης χρήματα και άλλη βοήθεια προς κράτη κατά μήκος των μεταναστευτικών οδών στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική με την ελπίδα ότι λιγότεροι άνθρωποι θα φύγουν από τις χώρες τους ή ότι θα τους σταματήσουν πριν επιβιβαστούν σε κάποιο πλεούμενο στην Ευρώπη.
Η ιδέα της χρηματοδότησης καταυλισμών στην Αφρική έχει ευρεία πολιτική στήριξη μεταξύ των κυβερνήσεων της ΕΕ, αλλά εγείρει πολλές προκλήσεις, τόσο από την άποψη του διεθνούς δικαίου, όσο και από την άποψη της ασφάλειας.
Η Λιβύη περιέπεσε σε χάος μετά την ανατροπή του Μουάμαρ Καντάφι το 2011 και η νέα κυβέρνηση την οποία υποστηρίζει ο ΟΗΕ δεν έχει τον έλεγχο σε όλη την επικράτεια.
Η αστάθεια στη χώρα αυτή σημαίνει πως το να επιστρέφονται μετανάστες και πρόσφυγες στο λιβυκό έδαφος θα αποτελούσε πιθανόν παραβίαση του διεθνούς δικαίου, που απαγορεύει το να μεταφέρονται άνθρωποι σε περιοχές όπου η ζωή τους διατρέχει κίνδυνο.
Αυτός είναι ο λόγος που η ΕΕ επιδιώκει η UNHCR και ο ΔΟΜ να δημιουργήσουν καταυλισμούς που θα θεωρηθεί ότι εκπληρώνουν τα διεθνή πρότυπα.
Μια ομάδα ευρωβουλευτών της αριστεράς επικρίνουν με σφοδρότητα το σχέδιο αυτό, χαρακτηρίζοντάς το απάνθρωπο, κυνικό και απαράδεκτο.
«Ακόμη περισσότεροι πρόσφυγες θα αποκλειστούν στη βόρεια Αφρική, διατρέχοντας μεγάλο κίνδυνο να υποστούν βασανιστήρια, βιασμό και άλλες μορφές κακομεταχείρισης», υπογράμμισε η γερμανίδα ευρωβουλευτίνα Κορνέλια Ερνστ (Η Αριστερά/Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς).
Παρόμοιες ανησυχίες εκφράστηκαν όταν συνήφθη η συμφωνία της ΕΕ με την Τουρκία πέρυσι. Αλλά αψηφώντας τις διαμαρτυρίες οι Βρυξέλλες προχώρησαν και η συμφωνία μείωσε δραματικά τον αριθμό των ανθρώπων, κυρίως των Σύρων, που αναχωρούσαν από την Τουρκία για την Ελλάδα.
Πέντε χώρες μέλη της ΕΕ , επικαλούμενες την κρίση των μεταναστών και των προσφύγων, επέβαλαν ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, όπου τυπικά ισχύει η ελεύθερη κίνηση των προσώπων. Οι δύο από αυτές (Γερμανία, Αυστρία) έχουν ήδη διαμηνύσει ότι θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν αυτά τα μέτρα, όπως και η Νορβηγία, που πάντως δεν είναι κράτος-μέλος της Ένωσης.