Η πιθανότητα της εκλογής, για πρώτη φορά, ενός υποψήφιου της ακροδεξιάς στο ύπατο αξίωμα μίας χώρας της Ευρώπης, κορυφώνει την αγωνία στην Αυστρία και, κυρίως, στο εξωτερικό, ως προς την έκβαση του επαναληπτικού γύρου των αυστριακών προεδρικών εκλογών, ακριβώς σε μία εβδομάδα, την ερχόμενη Κυριακή 4 Δεκεμβρίου, κατά την οποία οι Αυστριακοί ψηφοφόροι καλούνται στις κάλπες, για τρίτη φορά εφέτος μέσα σε οκτώ μήνες -ελέω Ακροδεξιάς- για να εκλέξουν τον νέο ομοσπονδιακό πρόεδρο της χώρας τους.
Όλες οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών διαπιστώνουν πως θα πρόκειται για μία μάχη «στήθος με στήθος», καθώς στα αποτελέσματά τους ελάχιστη εμφανίζεται η διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων, του 72χρονου υποστηριζόμενου από τους Πράσινους, πρώην αρχηγού τους επί ένδεκα χρόνια, Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν και του υποψήφιου του ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων και υπαρχηγού του, του 45χρονου, έως τώρα δεύτερου αντιπροέδρου της αυστριακής Βουλής, Νόρμπερτ Χόφερ.
Ο Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν υπήρξε ο νικητής του δευτέρου γύρου των αυστριακών προεδρικών εκλογών της 22ας Μαΐου, συγκεντρώνοντας ποσοστό 50,3%, έναντι 49,7% του Νόρμπερτ Χόφερ, ωστόσο το αυστριακό Συνταγματικό Δικαστήριο, με μία αμφιλεγόμενη απόφασή του είχε ακυρώσει το αποτέλεσμα και είχε ορίσει την επανάληψη ολόκληρης της εκλογικής διαδικασίας, αποδεχόμενο σχετική προσφυγή που είχε καταθέσει το Κόμμα των Ελευθέρων προφανώς λόγω της ήττας του υποψηφίου του.
Η απόφαση εκείνη για ακύρωση και επανάληψη ολόκληρης της εκλογικής διαδικασίας της 22ας Μαΐου, αποτελεί παγκόσμια καινοτομία και αμφισβητείται από μία σειρά νομικούς, συνταγματολόγους και πολιτικούς αναλυτές ως “νομικίστικη”, και επικρίνεται πως ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για μελλοντικές προσφυγές κατά εκλογικών αποτελεσμάτων, που δεν θα είναι αρεστά σε κάποιους.
Σε σχέση με τον επαναληπτικό γύρο των προεδρικών εκλογών την ερχόμενη Κυριακή, μεταξύ των αυστριακών ινστιτούτων δημοσκοπήσεων επικρατεί αμηχανία ως προς την πιθανή έκβαση του, και οι ίδιοι παραδέχονται πως δεν είναι σε θέση να κάνουν με αρκετή βεβαιότητα κάποια πρόγνωση ως προς τον νικητή.
Σύμφωνα με τους υπεύθυνους των δημοσκοπήσεων, στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει από τον δεύτερο γύρο της 22ας Μαΐου, μόλις ένα ποσοστό της τάξης του 1% των ψηφοφόρων έχει μετακινηθεί προς τον ένα ή τον άλλο υποψήφιο και το εάν θα υπάρξουν αισθητές αλλαγές στη μετακίνηση ψηφοφόρων, θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από τον βαθμό της συσπείρωσης τα τελευταία εικοσιτετράωρα.
Οι ίδιοι παραπέμπουν στην τελευταία αντιπροσωπευτική δημοσκόπηση που έγινε για λογαριασμό του αυστριακού ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού «ATV» και της εφημερίδας «Heute» (Χόιτε), και που εμφανίζει μικρό προβάδισμα του Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, με ποσοστό 51% έναντι 49% του Νόρμπερτ Χόφερ, ο οποίος όμως προηγείτο και στις πέντε προηγούμενες δημοσκοπήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί μεταξύ 19 Σεπτεμβρίου και 17 Νοεμβρίου.
Ενόψει του επαναληπτικού γύρου, το Κόμμα των Ελευθέρων έχει διαμηνύσει με κάθε σαφήνεια, την πρόθεσή του να προσβάλει, αν κρίνει απαραίτητο, το αποτέλεσμα και αυτού του γύρου ή και άλλων γύρων, προφανώς μέχρις ότου υπάρξει νίκη του υποψήφιου του κόμματος το οποίο εμφανίζεται εδώ και ένα χρόνο σε όλες τις δημοσκοπήσεις ως η πρώτη πλέον πολιτική δύναμη στη χώρα με ποσοστό πάνω από το 30%.
Λόγω των όρων που θέτει το Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφασή του ως προς την καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων – που υπήρξαν καθοριστικές για τη νίκη του Βαν ντερ Μπέλεν στις 22 Μαΐου- δεν αποκλείεται να χρειασθεί περισσότερος χρόνος και έτσι το αποτέλεσμα του επαναληπτικού γύρου να γνωστοποιηθεί μόνον δύο ημέρες αργότερα (την Τρίτη 6 Δεκεμβρίου).
Στις 22 Μαΐου υπήρξε αριθμός ρεκόρ στις επιστολικές ψήφους που ανήλθαν σε 760.000 και αντιπροσώπευαν το 16,4% του συνόλου των καταμετρημένων ψήφων και ήταν κατά 40% μεγαλύτερος από εκείνες στις τελευταίες αυστριακές βουλευτικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2013, ενώ ο συνολικός αριθμός των αιτήσεων που είχαν υποβληθεί για επιστολικές ψήφους στις 22 Μαΐου είχε υπερβεί τις 885.000.
Κατά τον προσδιορισμό από τη Βουλή της νέας ημερομηνίας του επαναληπτικού γύρου, που αρχικά προβλεπόταν για τις 2 Οκτωβρίου αλλά αναβλήθηκε λόγω προβλημάτων με τους φακέλους των επιστολικών ψήφων, το Κόμμα των Ελευθέρων είχε συνδέσει τη συγκατάθεσή του με την κατάργηση της επιστολικής ψήφου στο εσωτερικό, κάτι που το ίδιο ζητούσε επιτακτικά -και εκβιαστικά- τόσο με τον αρχηγό του Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, όσο και με τον υπαρχηγό του και υποψήφιό του στις προεδρικές εκλογές, Νόρμπερτ Χόφερ, αλλά αυτό απορρίφθηκε από την πλειοψηφία των άλλων κομμάτων.
Οι δύο απαιτούσαν προφανώς να μην υπάρξει η δυνατότητα της επιστολικής ψήφου στον επαναληπτικό γύρο των προεδρικών εκλογών επειδή οι επιστολικές ψήφοι υπήρξαν καθοριστικές για την εκλογική ήττα του Νόρμπερτ Χόφερ έναντι του Βαν ντερ Μπέλεν, ενώ η κατάργηση της επιστολικής ψήφου είναι πάγια θέση της Ακροδεξιάς εξαιτίας του γεγονότος ότι οι επιστολικές ψήφοι προέρχονται κυρίως από προοδευτικούς ψηφοφόρους.