Ήταν βράδυ της 19ης Νοέμβρη του 1998 όταν ένας κολομβιανός άντρας, ο Julian Colon, εντοπίστηκε βάναυσα δολοφονημένος στο πορτ μπαγκάζ ενός εγκαταλελειμμένου αυτοκινήτου στο Κάνσας των ΗΠΑ. Τα χέρια του, τα πόδια του και τα μάτια του είχαν δεθεί με κολλητική ταινία. Οι βαρόνοι ναρκωτικών, που εισάγουν κοκαΐνη μέσω του Μεξικό και τη διακινούν στις ΗΠΑ, ήταν πεπεισμένοι πως ο Colon τους είχε κλέψει πάνω από 300.000 δολάρια, και συνεπώς τον εκτέλεσαν.
Η σύλληψη του κολομβιανού μετανάστη German Sinisterra ήρθε 10 ημέρες αργότερα. Ο Sinisterra ομολόγησε ότι εκείνος ήταν που «καθάρισε» τον Colon και παραπέμφθηκε σε δίκη, τον Δεκέμβριο του 2000 όπου ο κατήγορος ζήτησε για τον κατηγορούμενο την εσχάτη των ποινών. Την υπεράσπισή του ανέλαβε ο δικηγόρος Frederick Duchardt, ένας «έμπειρο» δικηγόρος που όρισε το δικαστήριο.
Όπως αναφέρει ρεπορτάζ του βρετανικού Guardian, οι δίκες στις οποίες προτείνεται η επιβολή της θανατικής καταδίκης στις ΗΠΑ αποτελούνται από δύο διαδοχικές φάσεις. Στην πρώτη – τη «φάση της ενοχής» – η επιτροπή ενόρκων αποφασίζει εάν η δίωξη έχει αποδειχθεί με τρανταχτές αποδείξεις. Στη συνέχεια, στη «φάση ποινής», οι ίδιοι δικηγόροι που παρουσιάζουν την υπόθεση, και οι ίδιοι οι ένορκοι καθορίζουν αν ο κρατούμενος πρέπει να καταδικαστεί σε θάνατο ή σε ισόβια κάθειρξη. Καθώς η ενοχή του Sinisterra ήταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ο καθορισμός της ποινής του ήταν ιδιαίτερα σημαντικός. Η υπερασπιστική γραμμή του Duchardt, βασίστηκε στο ότι ο Sinisterra ήταν ένας στοργικός πατέρας και σύζυγος, αγαπητός από την οικογένειά του στο Τέξας και τους συγγενείς του στην Κολομβία.
Ο δικηγόρος από το Κάνσας αποκάλυψε ότι ο εντολέας του μεγάλωσε στη φτώχεια, είχε μεταναστεύσει σε πολύ νεαρή ηλικία και εργαζόταν στις οικοδομές. Η γυναίκα του, μια νοσοκόμα με το όνομα Michelle Rankin, είπε στο δικαστήριο ότι ‘ήταν συμπονετικός και αγαπητός». Επεσήμανε πως εκτός από τη φροντίδα των δυο παιδιών τους εκείνος φρόντιζε και την κόρη του από παλαιότερη σχέση του. Στο δικαστήριο κατέθεσε ακόμα και η πεθερά του η οποία διαβεβαίωσε ότι ο γαμπρός της ήταν αγαπητός ενώ μίλησαν, μέσω βίντεο και ορισμένοι συγγενείς του από την Κολομβία αλλά και η 9χρονη κόρη του.
Τίποτε από όλα αυτά δεν έπαιξαν τον παραμικρό ρόλο. Οι ένορκοι αποφάσισαν σε λιγότερο από μια ημέρα, ότι ο Sinisterra έπρεπε να συναντήσει τον δημιουργό του… Πριν την καταδίκη του Sinisterra, είχαν προηγηθεί τρεις πελάτες του Duchardt που είχαν δει την… αγχόνη: πρόκειται για τους Wes Purkey, Lisa Montgomery, και, πιο πρόσφατα ο Charles Hall το 2014. Σε επτά ομοσπονδιακές δίκες, τέσσερις από τους πελάτες του δικηγόρου έλαβαν την εσχάτη των ποινών, δυο καταδικάστηκαν σε ισόβια και ένας αθωώθηκε μετά από έφεση και αλλεπάλληλες δίκες. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Duchardt έχει τους περισσότερους πελάτες που καταδικάστηκαν σε θάνατο σε ομοσπονδιακά δικαστήρια, από άλλους δικηγόρους υπεράσπισης της Αμερικής.
Σύμφωνα με τον Guadian, δικηγόροι προσέφυγαν κατά της θανατικής καταδίκης που επιβλήθηκε στους Sinisterra, Purkey και Montgomery υποστηρίζοντας ότι οι ποινές τους θα έπρεπε να ακυρωθούν επειδή η απόδοση του Duchardt ήταν «ανεπαρκής» και πως απέτυχε να παρουσιάσει κρίσιμες αποδείξεις (οι προσφυγή για τον Hall δεν έχει ακόμα εκδικαστεί).
Από τη μεριά του, ο Duchardt αποκρούει τις κατηγορίες χαρακτηρίζοντάς τις παράλογες. Ψηλός, ευγενικός, γκριζομάλλης, με ατημέλητο μουστάκι και ηλικία στα 64. Δεν του ταιριάζει η δικηγορίστικη «στολή εργασίας» του στιλ σκούρο σακάκι, λευκό πουκάμισο. Συνήθως επιλέγει τζιν και πουλόβερ. Ο λόγος που οι πελάτες του καταδικάζονται στη θανατική ποινή, λέει, δεν έχει να κάνει με την απόδοσή του αλλά σχετίζεται με την σοβαρότητα των πράξεών τους. Δεν δίνει σημασία στις άσχημες κριτικές, αν είναι δίκαιες, αλλά συχνά δεν είναι. «Μερικές κατηγορίες περί αναποτελεσματικότητας είναι επιπόλαιες…», λέει προς υπεράσπισή του. «Δείξτε μου πού τα έκανα θάλασσα και θα το παραδεχτώ», λέει.
Παραδέχεται ότι είναι ανορθόδοξος, αλλά επιμένει ότι οι μέθοδοί του ήταν κατάλληλοι. Ο καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, Sean O’Brien- ένας βετεράνος δικηγόρος που γνωρίσει καλά τον Duchardt-, διαφωνεί. Πιστεύει ότι ο Duchardt είναι ανεπαρκής και πως έτσι εξηγείται και ένα παράδοξο γεγονός: τα ομοσπονδιακά δικαστήρια στο Μιζούρι είναι πολύ πιο πιθανό να περάσουν τις θανατικές ποινές περισσότερο από άλλη Πολιτεία.
Το Μιζούρι έχει γίνει το hotspot της θανατικής ποινής. Από τους 62 θανατοποινίτες των ΗΠΑ, οι 9 καταδικάστηκαν στο Μιζούρι, ένα ποσοστό της τάξεως του 14,5% σε εθνικό επίπεδο. Η εξήγηση του Duchardt είναι απλή: ότι δηλαδή το Μιζούρι «φιλοξενεί» τους περισσότερους ειδεχθείς κακοποιούς, τις περισσότερες ανθρωποκτονίες…
Ο καθηγητής όμως έχει και πάλι άλλη άποψη: «Αν ο εισαγγελέας ζητά τη θανατική ποινή, απαιτείται ένας ικανός δικηγόρος που θα μπορεί να φέρει εις πέρας την εκάστοτε υπόθεση. Για έναν άπορο εναγόμενο, το να πάρει ένα εξειδικευμένο δικηγόρο ο οποίος θα απαιτήσει τους πόρους για να γίνει μια δίκαιη δίκη, είναι σαν να κερδίζει το λαχείο – και πιθανότατα θα ζήσει. Πολλοί κατηγορούμενοι δε κερδίζουν αυτό το λαχείο και τους τυχαίνει ένας δικηγόρος που περισσότερο τον απασχολεί πώς θα ικανοποιήσει το δικαστήριο από το να παλέψει για τον πελάτη του. Αυτοί είναι που στέλνονται στη θανατική ποινή. Όταν ένας δικηγόρος παράγει σχεδόν τους μισούς θανατοποινίτες της πολιτείας, τότε υπάρχει πρόβλημα».