Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι δήλωσε χθες Παρασκευή ότι θα τηρήσει «απαράλλαχτο» το χρονοδιάγραμμα του Brexit, παρά την απόφαση του Ανώτερου Δικαστηρίου του Λονδίνου, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει την έγκριση του κοινοβουλίου προτού ξεκινήσει τις διαδικασίες για την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στη διάρκεια τηλεφωνικών επικοινωνιών που είχε η Μέι επιβεβαίωσε στη Γερμανίδα καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ, τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ και στον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι «το χρονοδιάγραμμα της κυβέρνησης για την ενεργοποίηση του άρθρου 50 παραμένει απαράλλαχτο», με καταληκτική ημερομηνία να έχει τεθεί το τέλος Μαρτίου 2017, όπως ανέφεραν οι υπηρεσίες της Βρετανίδας πρωθυπουργού.
Το Ανώτερο Δικαστήριο του Λονδίνου επέφερε ένα πλήγμα στη βρετανική κυβέρνηση την Πέμπτη με την απόφασή του ότι οι βουλευτές θα πρέπει να δώσουν την έγκρισή τους για να ξεκινήσει η επίσημη διαδικασία διαζυγίου της Βρετανίας από την ΕΕ.
Η βρετανική κυβέρνηση αμέσως ανακοίνωσε ότι θα ασκήσει έφεση στην απόφαση αυτή ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο αναμένεται να αποφανθεί σχετικά στις αρχές Δεκεμβρίου. Η Μέι διαβεβαίωσε τους Ευρωπαίους αξιωματούχους ότι η κυβέρνησή της διαθέτει «ισχυρά νομικά επιχειρήματα» να παρουσιάσει.
Από το Βερολίνο ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον προσπάθησε να υποτιμήσει τις επιπτώσεις της απόφασης του Ανώτερου Δικαστηρίου, διαβεβαιώνοντας τον Γερμανό ομόλογό του Φρανκ-Βάλτερ Στάινμαϊερ ότι «δεν πρόκειται παρά για ένα βήμα στη δικαστική διαδικασία», αλλά και για το γεγονός ότι «η θέληση του βρετανικού λαού εκφράστηκε ξεκάθαρα».
Από την πλευρά του ο Στάινμαϊερ επανέλαβε «μια παρατεταμένη αναμονή δεν είναι προς το συμφέρον κανενός».
Εφόσον η απόφαση του Ανώτερου Δικαστηρίου επιβεβαιωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο θα ξεκινήσουν συζητήσεις στο κοινοβούλιο, οι οποίες ενδέχεται να καθυστερήσουν σημαντικά το Brexit και θα βαρύνουν τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών.
Οι εφημερίδες ταμπλόιντ χθες έπνεαν τα μένεα εναντίον της απόφασης του δικαστηρίου: η Daily Mail είχε επιλέξει τον τίτλο «Εχθροί του λαού» αναφερόμενη στους τρεις δικαστές του Ανώτερου Δικαστηρίου, ενώ η συνήθως πιο μετριοπαθής Daily Telegraph, έχοντας επίσης στο πρωτοσέλιδό της τις φωτογραφίες των δικαστών, έγραφε: «Οι δικαστές εναντίον του λαού».
Οι εφημερίδες εκτιμούσαν ότι οι δικαστές πρόδωσαν την επιθυμία των Βρετανών, οι οποίοι σε ποσοστό 52% ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης της χώρας από την ΕΕ στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου.
Η απόφαση του δικαστηρίου έχει αυξήσει και τις φωνές που ζητούν τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Αντιμέτωποι με ένα Εργατικό Κόμμα που εμφανίζεται να έχει μικρή δημοτικότητα στις δημοσκοπήσεις, οι Συντηρητικοί θα μπορούσαν με αυτό τον τρόπο να έχουν μια ευκαιρία να ενισχύσουν τον έλεγχό τους στο κοινοβούλιο, το οποίο στην πλειοψηφία του είχε ταχθεί υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ.
«Το καλύτερο πράγμα που μπορεί πλέον να κάνει η Τερέζα Μέι είναι να προκηρύξει εκλογές», εκτίμησε ο Νάιτζελ Φάρατζ, ιστορικός ηγέτης και μεταβατικός επικεφαλής του ευρωφοβικού κόμματος Ukip μιλώντας στην Daily Telegraph, εκτιμώντας ότι ο «βρετανικός λαός» θα αντιταχθεί «στην απίστευτη αλαζονεία του κατεστημένου».
«Το πρόβλημα με αυτές τις πρόωρες εκλογές είναι ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να εγγυηθεί το αποτέλεσμά τους (…) ακόμη και με ένα Εργατικό Κόμμα τόσο αποδυναμωμένο όσο τώρα», σημείωσε πάντως ο Τόνι Τράβερς ειδικός του London School of Economics.
Εξαιτίας της μάχης αυτής για το Brexit το συντηρητικό στρατόπεδο έχασε τον πρώτο του στρατιώτη χθες Παρασκευή: ο βουλευτής των Τόρις Στίβεν Φίλιπς υπέρμαχος της διεξαγωγής ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο για τη διαδικασία του Brexit ανακοίνωσε την παραίτησή του, λέγοντας ότι οι απόψεις του «είναι ασυμβίβαστες» με αυτές της Μέι.
Επίσης υπέρμαχος μιας ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο ο πρώην αντιπρόεδρος της βρετανικής κυβέρνησης Νικ Κλεγκ, βουλευτής των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, επεσήμανε μιλώντας στο BBC ότι το ερώτημα είναι «αν θα κινήσουμε τη διαδικασία βάσει του άρθρου 50 υπέρ ενός σκληρού ή ήπιου Brexit», ενώ πρόσθεσε ότι οι Βρετανοί ψήφισαν «υπέρ του Brexit», όμως όχι υπέρ ενός «σκληρού Brexit».