Η μείωση του ΑΕΠ στις σπαρασσόμενες από τον πόλεμο Συρία, Λιβύη και Υεμένη τα τελευταία χρόνια υπερβαίνει κατά πολύ τον παγκόσμιο μέσο όρο, σύμφωνα με έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που αναλύει την κατάσταση σε 179 εμπόλεμες χώρες από το 1970 και έχει σκοπό να ποσοτικοποιήσει τα οικονομικά κόστη.
Η έκθεση αναφέρει πως οι ένοπλες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική δεν καταστρέφουν μόνο τις οικονομίες των χωρών που βρίσκονται σε πόλεμο, αλλά υπονομεύουν την ανάπτυξη και σε γειτονικές χώρες και σε εκείνες που φιλοξενούν εκατομμύρια πρόσφυγες.
Έπειτα από πέντε χρόνια πολέμου, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Συρίας είναι κάτω από το μισό εκείνου που είχε πριν ξεσπάσει ο πόλεμος το 2010, ενώ, μόνο το 2015, η Υεμένη έχασε από το 25% έως το 35% του ΑΕΠ της. Η εξαρτώμενη από τις πωλήσεις πετρελαίου Λιβύη είδε το ΑΕΠ της να πέφτει στο 24% το 2014, ανέφερε το ΔΝΤ.
Έπειτα από τρία χρόνια συγκρούσεων, οι χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής όπου μαίνονται συγκρούσεις υπέστησαν απώλειες 6-15 ποσοστιαίων μονάδων, σε σύγκριση με 4-9 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο παγκοσμίως, σύμφωνα με την έρευνα.
Οι χώρες που συνορεύουν με μια περιοχή συγκρούσεων μεγάλης έντασης υπέστησαν κατά μέσο όρο ετήσια μείωση 1,4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ τους, με τη μεγαλύτερη μείωση, 1,9 ποσοστιαίες μονάδες, να παρουσιάζει η περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Η μετανάστευση περισσότερου από του μισού πληθυσμού της Συρίας –6,6 εκατομμύρια άνθρωποι στο εσωτερικό και περισσότεροι από 5 εκατομμύρια σε άλλες χώρες– έχει αυξήσει τις οικονομικές απώλειες, επιδεινώνοντας δραματικά τη φτώχεια, την ανεργία και την εγκατάλειψη του σχολείου σε χώρες οι οποίες αγωνίζονταν ήδη για να ξεπεράσουν αυτά τα προβλήματα, ανέφερε το ΔΝΤ.
Πολλοί από τους πρόσφυγες είναι ειδικευμένοι εργαζόμενοι με αποτέλεσμα οι χώρες σε πόλεμο να αντιμετωπίζουν σημαντικό brain drain.
Αντίθετα απ΄ ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη, όπου η συρροή προσφύγων από τη Συρία και την Υεμένη είχε μόνο μικρή οικονομική επίπτωση και ορισμένα θετικά αποτελέσματα, η μετανάστευση είχε πολύ πιο αρνητικά αποτελέσματα στις χώρες υποδοχής της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, σύμφωνα με την έρευνα.
Στον Λίβανο, ο ανταγωνισμός των μεταναστών για μια θέση ανεπίσημης απασχόλησης έχει οδηγήσει σε μείωση των μισθών σε όλη την οικονομία, ασκώντας περισσότερη πίεση στις ήδη πιεσμένες δημόσιες υπηρεσίες, περιλαμβανομένων εκείνων της υγείας και της παιδείας.
Οι ζημιές στις φυσικές υποδομές, που εκτιμώνται τώρα στα 137,8 δισεκατομμύρια δολάρια στη Συρία και σε περισσότερα από 20 δισεκατομμύρια δολάρια στην Υεμένη, αποτελούν μια μακροπρόθεσμη πρόκληση για τους διαμορφωτές πολιτικής και έχουν οδηγήσει σε μείωση του εμπορίου και του ΑΕΠ στις γειτονικές χώρες, σύμφωνα με την έρευνα.
Η έκθεση του ΔΝΤ καλεί τους διαμορφωτές πολιτικής να θέσουν ως πρώτη προτεραιότητα τις δημόσιες δαπάνες για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και την εξυπηρέτηση βασικών δημοσίων αναγκών.
Στην έκθεση σημειώνεται πως η κορυφαία προτεραιότητα του ΔΝΤ και άλλων εξωτερικών εταίρων πρέπει να είναι η αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας που χορηγείται στις περιοχές των συγκρούσεων και σε γειτονικές χώρες που φιλοξενούν πρόσφυγες, με τη μεγαλύτερη δυνατή χρήση επιχορηγήσεων και δανείων με ευνοϊκούς όρους.
Η έκθεση τονίζει πόσο μεγάλη σημασία έχει για τις σπαρασσόμενες από συγκρούσεις χώρες και τους γείτονές τους να διατηρούν την εύρυθμη λειτουργία θεσμών όπως οι κεντρικές τράπεζες. Αυτές, με τη σειρά τους, μπορούν να χρησιμοποιούν νομισματικές πολιτικές και πολιτικές συναλλαγματικής ισοτιμίας προκειμένου να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη στις οικονομίες τους.