Μια βρετανική έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει ότι αν ένας αθλητής του τένις θέλει να βρεθεί στις κορυφαίες θέσεις διεθνώς θα πρέπει να περάσει ατελείωτες ώρες στο γυμναστήριο κάνοντας βάρη.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Γουλβερχάμπτον, με επικεφαλής τον καθηγητή ‘Αλαν Νέβιλ, που έκαναν τη δημοσίευση στο ευρωπαϊκό περιοδικό «European Journal of Sports Science» σύμφωνα με το BBC, μελέτησαν τη σωματοδομή και τη φυσική κατάσταση όλων των παικτών σε όλα τα μεγάλα τουρνουά τένις ανά τον κόσμο.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι ιδίως οι άνδρες τενίστες γίνονται σταδιακά πιο βαρείς και πιο μυώδεις. Όσους περισσότερους μυς έχει ένας τενίστας, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχει να ξεχωρίσει, πάντα βεβαίως σε συνδυασμό με την τεχνική του και άλλους παράγοντες.
Η μελέτη δείχνει ότι οι σημερινοί κορυφαίοι τενίστες δεν έχουν μεγάλη σχέση με αυτούς που διακρίνονταν πριν τέσσερις δεκαετίες και οι οποίοι ήσαν πολύ λεπτοί. Η τάση για «φούσκωμα» των μυών άρχισε στη δεκαετία του ΄80, επιταχύνθηκε στη δεκαετία του ΄90 και κορυφώθηκε γύρω στο 2010.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, από άποψη φυσιολογίας, το μυστικό της επιτυχίας στο τένις σήμερα είναι ένας συνδυασμός δυνατών μυών και χαμηλού λίπους στο σώμα, πράγμα που επιτρέπει στους αθλητές να χτυπάνε την μπάλα με μεγάλη δύναμη και ταυτόχρονα να είναι σβέλτοι στις αντιδράσεις τους.
Από την άλλη, σύμφωνα με τους ερευνητές, λόγω των περισσότερων ωρών στο γυμναστήριο, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί οι κίνδυνοι να τραυματισθεί ένας τενίστας.
Στην περίπτωση των γυναικών λίγες μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την μυώδη Σερένα Γουίλιαμς. Όμως, σύμφωνα με τον Νέβιλ, στην περίπτωσή του γυναικείου τένις, ο παράγων της τεχνικής συνεχίζει να παίζει μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι στους άνδρες.
Στη διεθνή κατάταξη οι κορυφαίοι τενίστες σήμερα κατά σειρά είναι:
– Στους άνδρες οι Νόβακ Ντζόκοβιτς (Σερβία), ‘Αντι Μάρεϊ (Βρετανία), Ρότζερ Φέντερερ (Ελβετία) και Ραφαέλ Ναντάλ (Ισπανία)
– Στις γυναίκες οι Σερένα Γουίλιαμς (ΗΠΑ), Γκαρμπίνε Μουγκουρούθα (Ισπανία), Αγκνιέσκα Ραντβάνσκα (Πολωνία) και Αντζελίκ Κέρμπερ (Γερμανία).