Στις 5 Ιουνίου του 1975 οι Βρετανοί ψήφιζαν ήδη για την Ευρώπη σε ένα δημοψήφισμα που είχε πολλές ομοιότητες με αυτό της 23ης Ιουνίου, αλλά οι ρόλοι ήταν τότε αντίστροφοι μεταξύ Συντηρητικών και Εργατικών.
Σε 41 χρόνια, τα πράγματα έχουν όντως αλλάξει πολύ; Είτε πρόκειται για το δημοψήφισμα του 1975 είτε γι αυτό στις 23 Ιουνίου, βλέπουμε έναν πρωθυπουργό που προσπαθεί να κατευνάσει την ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του κόμματός του με τη διοργάνωση δημοψηφίσματος για την Ευρώπη, ενώ στη συνέχεια αγωνίζεται να πείσει τους συμπολίτες του να παραμείνουν στην Ένωση, μετά την απόσπαση ορισμένων παραχωρήσεων από τους ευρωπαίους εταίρους.
Μόνο το πολιτικό χρώμα του πρωθυπουργού αλλάζει: τότε, ήταν ο Εργατικός Χάρολντ Ουίλσον και σήμερα είναι ο Συντηρητικός Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν οκτώ ετών.
Το 1975, το «ναι» επικράτησε με 67,2%, ποσοστό που ο Κάμερον ούτε καν ονειρεύεται.
Τότε, οι Συντηρητικοί, που ήταν στην αντιπολίτευση και της οποίας είχε αναλάβει πρόσφατα τα ηνία η Μάργκαρετ Θάτσερ, υποστήριζαν τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), πρόδρομο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είχε εκείνη την εποχή από εννέα μέλη, από τα οποία τα έξι ήταν ιδρυτικά. Η Βρετανία ήταν μόλις δύο χρόνια μέλος της.
Όπως ο Χάρολντ Ουίλσον, έτσι και ο Ντέιβιντ Κάμερον είναι αντιμέτωπος με ένα ισχυρό ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα μέσα στο κόμμα του, καθώς όχι λιγότεροι από 128 βουλευτές (στους 330) ανάμεσά τους πέντε υπουργοί, κάνουν εκστρατεία υπέρ του Brexit.
Μια ματιά στα φυλλάδια του 1975 και του 2016 αρκεί για να δει κανείς ότι η εκστρατεία παίζει στα ίδια θέματα (εθνική κυριαρχία, οικονομία, απασχόληση), με μεγάλη εξαίρεση τη μετανάστευση, απών θέμα τότε, κεντρικό σήμερα.
Και σήμερα όπως τότε, οι υποστηρικτές του Brexit κατηγορούν τους αντιπάλους τους ότι προσπαθούν να φοβίσουν τους Βρετανούς.
Πριν από 40 και πλέον χρόνια, ο Ουίλσον κέρδισε το στοίχημά του, αλλά απέτυχε να θέσει τέλος στη συζήτηση.
Για τον Τιμ Μπέιλ, καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, το δημοψήφισμα στις 23 Ιουνίου, το αποτέλεσμα του οποίου θεωρείται αμφίρροπο, δεν θα λύσει το πρόβλημα. «Κατά πόσο, στη δημοκρατία αυτό το είδος της μόνιμης αβεβαιότητας είναι κακό, ποιος ξέρει;», γράφει στο μπλογκ του.