Το «πράσινο φως» που έδωσε χθες η αρμόδια επιτροπή της ουγγρικής Βουλής για άρση της βουλευτικής ασυλίας του πρώην πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Φέρεντς Τζιούρτσιανι, ανοίγει το δρόμο για την ανάκρισή του και τη δίωξή του από τη γενική εισαγγελία, με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας και πρόκλησης ζημίας στο κράτος, ενός και πλέον δισεκατομμυρίων ουγγρικών φιορινιών.
Πρόκειται για την αποκαλούμενη «υπόθεση Σούκορο», με αντικείμενο μια αμφισβητούμενη αγοροπωλησία οικοπέδων στην ομώνυμη περιοχή προστατευόμενης φύσης στη λίμνη Βέλενσερ, έξω από τη Βουδαπέστη, στην οποία ένας αμερικανογερμανοϊσραηλινός επενδυτικός όμιλος του ουγγροϊσραηλινής καταγωγής επιχειρηματία Γιοάβ Μπλουμ σχεδίαζε τη δημιουργία ενός ουγγρικού «Λας Βέγκας», κόστους 1,5 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Σύμφωνα με τον γενικό εισαγγελέα Πέτερ Πολτ, από την προβλεπόμενη ανταλλαγή ακινήτων ανάμεσα στο ουγγρικό κράτος και τον επιχειρηματία, προκλήθηκε ζημία στο ουγγρικό κράτος ύψους 1,3 δισεκατομμυρίων φιορινιών, εξαιτίας λανθασμένων αξιολογήσεων, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός κατηγορείται ότι άσκησε επιρροή στη διαδικασία έγκρισης από την πολεοδομία.
Από την πλευρά του ο Φέρεντς Τζιούρτσιανι διέψευσε οποιαδήποτε ανάμιξή του καταγγέλλοντας πως πίσω από τις ενέργειες εναντίον του κρύβονται πολιτικά κίνητρα και πως, εάν αλήθευαν οι υποψίες του γενικού εισαγγελέα, αυτό θα σήμαινε ότι ο πρωθυπουργός της χώρας υπερβαίνει αμέτρητες φορές τις αρμοδιότητές του, όταν υπόσχεται γενικά την υποστήριξή του απέναντι σε τέτοιες μεγάλες επενδύσεις που δημιουργούν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Σύμφωνα με τον πρώην πρωθυπουργό της Ουγγαρίας – ο οποίος εδώ και αρκετούς μήνες έχει διαμηνύσει πως δεν πρόκειται να επικαλεστεί τη βουλευτική ασυλία του, δηλώνοντας πρόθυμος να προσέλθει στον ανακριτή – μια παρόμοια υποστήριξη είχε εγγυηθεί ο ίδιος και για τις επενδύσεις στη χώρα από την πλευρά των γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών «Audi» και «Mercedes», που ως γνωστό δημιούργησαν χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Για την άρση της βουλευτικής ασυλίας του κ. Τζιούρτσιανι απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων στην ουγγρική Βουλή, την οποία διαθέτει η δεξιά κυβέρνηση του σημερινού Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπάν, που είχε εξαγγείλει, πριν μερικές εβδομάδες, την ποινική δίωξη των προκατόχων της, σοσιαλιστικών κυβερνήσεων, τις οποίες η ίδια θεωρεί ένοχες για την αύξηση του κρατικού χρέους.
Στο στόχαστρο του Βίκτορ Ορμπάν βρίσκονται οι Σοσιαλιστές προκάτοχοί του στην πρωθυπουργία κατά το διάστημα 2002 μέχρι 2010, τους οποίους κατηγορεί ως υπεύθυνους για την αύξηση μέσα στην οκταετία, του κρατικού χρέους, από το 53% στο 82% του ΑΕΠ, κάτι, που, σύμφωνα με τον εκπρόσωπό του, Πέτερ Σιγιάρτο, συνιστά ένα «πολιτικό έγκλημα».
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβερνητική πλειοψηφία ανέθεσε ήδη στην Επιτροπή Συντάγματος της Βουλής την εξέταση των νομικών δυνατοτήτων για την παραπομπή σε δίκη των επικεφαλής των προηγούμενων κυβερνήσεων και συγκεκριμένα, των πρώην πρωθυπουργών Πέτερ Μέντγκιεσι (2002-2004), Φέρεντς Τζιούρτσιανι (2004-2009) και Γκόρντον Μπαϊνάι (2009-2010), του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο, μετά τις εκλογές του Απριλίου 2010, βρίσκεται σήμερα στην αντιπολίτευση.
Το γεγονός αυτό επισείει εκ νέου διεθνείς αντιδράσεις και κριτική για εγκαθίδρυση απολυταρχικού συστήματος, όπως συνέβη με την πρόσφατη ψήφιση του νέου Συντάγματος της χώρας και του νέου νόμου περί Τύπου και έφερε την ελληνικής καταγωγής πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών στη Βουδαπέστη, Ελένη Τσακοπούλου-Κουναλάκη, να χρησιμοποιήσει σκληρή γλώσσα, σε σχετικό άρθρο της στην φιλοκυβερνητική ουγγρική εφημερίδα «Μάγκιαρ Νέμζετ».
Στο άρθρο της στις 3 Αυγούστου, η πρέσβειρα του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, αφενός προειδοποιούσε πως η κυβερνητική πλειοψηφία των δύο τρίτων μπορεί να οδηγήσει στην εξαφάνιση της διάκρισης εξουσιών στην Ουγγαρία και αφετέρου επισήμαινε πως θα πρέπει να συνεχίσουν να υπάρχουν εγγυήσεις στη χώρα για την ελευθερία του Τύπου, την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και για ελεύθερες και τίμιες εκλογές.